Έφτασα στο σπίτι και είδα τα παράθυρα ανοιχτά..πόσο πολύ το αγαπούσα αυτό το σπίτι..ήταν το πατρικό του πατέρα μου και μέχρι σήμερα έμεναν οι γονείς μου έδω.ήταν μονοκατοικία με δύο ορόφους,ντυμένο με σκούρη πέτρα και είχε μεγάλα παράθυρα.Τα παράθυρα ήταν τα αγαπημένα μου,όταν ήμουν μικρή πάντα καθόμουνα σε ένα απο αυτά και έβλεπα την βροχή να πέφτει και περίμενα τον πατέρα μου να γυρίσει από το γραφείο του,ήταν μια μαγευτική εικόνα που πάντα θα την κουβαλάω μαζί μου.πέρασα την καγκελοτή πόρτα και βρέθηκα στον κήπο τον οποίο πάντα μισούσα,διότι ποτέ η μητέρα μου δεν με άφηνε να παιζώ σε αυτόν.Είχε ψύχωση με τα λουλούδια της και το γρασίδι και φοβόταν μήπως τα χαλάσω. Έβαλα το κλειδί στη πόρτα και μπήκα μέσα «Μαμάαα;» φώναξα καθώς έβγαζα την ζακέτα μου για να την κρεμάσω «Στην κουζίνα!» την άκουσα και κατάλαβα πως μαγείρευε «γεια σου μαμα!» της είπα καθως της έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο και πήγα να βάλω λίγο νέρο να πιω «που είσαι μικρή τόσες μέρες;» με ρώτησε καθώς έκοβε σαλάτα στο πάγκο «είχα κάτι δουλειές μαμα μου και δε προλαβαινα να επικοινωνίσω μαζί σας,ο μπαμπάς;» την ρώτησα και βολεύτηκα στην καρέκλα «δεν τον ξέρεις; Στο γραφείο είναι ακόμη θα έρθει σε λίγο,έλα βοήθισε με,στρώσε το τραπέζι μέχρι να κάνω τη σαλάτα» την άκουσα και με βαρεμάρα σηκώθηκα απο την καρέκλα μου.άνοιξα το ντουλάπι,έβγαλα τα πιάτα και τα τέριαξα προσεχτικά στο τραπέζι «γιατί δεν είπες και τον Αρη να έρθει να φάμε παρέα;μου έλειψε και αυτός» με ρώτησε καθώς έβαζα τα ποτήρια στο τραπέζι «είχε διάβασμα,μη νομίζεις και εγώ δεν τον βλέπω πολύ τελευταία» την ενημέρωσα και πήγα να βγάλω τα πιρούνια από το συρτάρι «γιατί ετσι; Έχετε πρόβλημα;» την άκουσα να λέει με περιέργεια και κατευθήνθηκα προς αυτήν «πόλυ κουτσομπόλα έγινες μαμα,το ξέρεις;» της είπα πηραχτικά και πήρα μια πατάτα απο την πιατέρα δίπλα «να μη ξέρω παιδί μου τι κάνεις;»την άκουσα να λέει και με χτύπησε στο χέρι «άουτς! Μαμα!» « Σταμάτα να τρως πριν κάτσουμε στο τραπέζι,ξέρεις με εκνευρίζει αυτο το συνήθιο,ακόμη να το κόψεις;» χαμογέλασα ειρωνικά και της έβγαλα τη γλώσσα «άντε πες μου τα νεα σας!» της είπα και πήγα να γεμίσω την κανάτα με νερό «τι νέα; Τα ίδια..έδω όλη μέρα κλεισμένοι,γεράσαμε Αννέτα γεράσαμε» είπε με πίκρα στη φώνη της και κατάλαβα οτί κάτι συμβαίνει «δε σας πήραν και τα χρόνια βρε μαμά τι είναι αυτά που λες;» άκουσα την πόρτα να ανοίγει και σταματήσαμε απότομα τη συζήτηση μας «αα να και ο μπαμπάς σου ήρθε» έτρξα μέσα για να τον δω «Μπαμπά;;;» είπα με ένα χαρούμενο τόνο και τον είδα που γύρισε να με κοιτάξει,ένα ζεστό χαμόγελο σκέπασε το πρόσωπο του και πλησίασε να με αγκαλίασει «πριγκίπισσα; Πως κι απο έδω»είπε καθώς με έκλεισε σε μια μεγάλη αγκαλία «ήρθα να δω τι κάνετε,θα φάμε παρέα σήμερα» είπα με κόπο εξαιτίας της δυνατής αγκαλίας του.με χάιδεψε στην πλάτη μου έδω ένα γλυκό φίλι στα μαλλία και του χαμογέλασα «καλά έκανες..πάω πάνω να αλλάξω και έρχομαι» «πάω να βοηθήσω στη κουζίνα,σε περιμένουμε»
Καθήσαμε στο τραπέζι και αρχίσαμε να τρώμε «αα μαμά δε σου είπα,ήρθε η Χρύσα για λίγες μέρες» ανακοίνωσα και η μαμα μου πετάχτηκε απο τη θέση της «αχ το κορίτσι μου! Είναι και οι γονείς της μαζι,έχω να τους δω χρόνια! Μαύρη πέτρα έριξαν πίσω τους!» άκουσα τη μαμα μου μα μιλάει γρήγορα απο τον ενθουσιασμό της και της χαμογέλασα «οχι μονη της ήρθε,μου είπε οτι θα περάσει να σε δει αυριο και αν μπορεις καποια στιγμη να της φτιάξεις σαρμαδάκια» γέλασε δυνατά και ένα δάκρυ έφυγε απο το μάτι της «εννοειται πως θα της φτιάξω,να έρθετε μαζι αυριο να πεις και την αναστασια» «εντάξυ θα το κανονίσω αν είναι» πέρασαν λίγα λεπτά χωρίς να μιλάει κανείς μας και την σιωπη της έσπασε ο μπαμπάς μου«λοιπόν πως τα πας με τη σχολή;»ρώτησε και ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό μου.μήπως έπρεπε να το πω τώρα; Όχι ή μήπως ναι; «κάλα» είπα και κατέβασα το κεφάλι «δεν το λες με ενθουσιασμό,συμβαίνει κάτι;» ρώτησε ο πατέρας μου και άπλωσε το χέρι του να χαιδέψει το δικό μου «ναι κάτι συμβαίνει..» είπα και ένιωσα το πρόσωπο μου να καίγεται και ιδρώτας να τρέχει στο λαιμό μου «τι; Τα βρήκες δύσκολα με τα μαθήματα;» ρώτησε και σύνέχισε το φαγητό του «όχι..μια χαρά» είπα και κατάπια την μπουκία που είχα στο στόμα μου «απλώς,να...είχα μια πρόταση..» κατάφερα να πω και ίπια μια γουλιά νερό «τι είδους πρόταση;» ρώτησε αυτή τη φορά η μαμά μου «να...έστειλα έτηση για τη σχολή δημοσιογραφίας στο Λονδίνο...» ένιωσα το βλέμμα τον γονειών μου να καίει το πρόσωπο μου και κατευθείαν έσκυψα κι άλλο το κεφάλι «γιατί να κάνεις κάτι τέτοιο;» άκουσα τη φωνή του μπαμπά μου κάπως υψωμένη «είπα να δοκιμάσω αν δεν σας πηράζει και έσας» είπα και σήκωσα το κεφάλι μου αποφασιστικά «είδα την μαμα μου εκληπτη με τη δήλωση μου και τότε άκουσα τον μπαμπά μου «και τι; Σε δέχτηκαν;» «ναι,για το επόμενο έτος» «και θα παρατήσεις το όνειρο σου; Θα σταματήσεις τη νομίκη;» άκουσα τη μαμά μου και εκνευρίστηκα με τα λόγια της,πως μπορεί να λέει ¨μας¨; Πότε δεν ήθελα κάτι τέτοιο για τη ζώη μου,πότε δεν ήταν δικία μου επιλογή «όχι μας! Δίκο σας όνειρο ήταν! Και κουβαλάω αυτό το βάρος χρόνια τώρα» της απάντησα στον ίδιο τόνο.Είδα τον μπαμπά μου με σκυμένο το κεφάλι και έπιασα το χέρι του «μίλησε μου,πες μου κάτι..σε παράκαλω» τον παρακάλεσα και χαλάρωσα την έκφραση του προσώπου μου «είναι μεγάλο λάθος αυτό Αννέτα και το ξέρεις» τον άκουσα με μια πικρία στη φωνή του «και από πότε είναι λάθος να ακολουθείς το όνειρο σου μπαμπα;..εσύ έκανες αυτό που σε ευχαριστούσε στη ζωή σου,έχεις μια πολύ καλη δουλεία που την αγαπάς,έζησες χαρούμενος,έχεις μια οικογένεια που σε λατρεύει κανένας δε σε ανάγκασε να κάνεις κάτι που δε θέλεις..γιατί να μην έχω την ίδια ευκαιρία μπαμπα;...και ας είναι λάθος..άσε με να κάνω τα λάθη μου,τα λάθη που επέλεξα έγω για εμένα..» είπα όσο πιο γλυκά μπορούσα και τότε κατάλαβα πόσο αληθινά ήταν τα λόγια μου «δε θέλω να σε αναγκάσω να κάνεις κάτι που δε θέλεις πριγκίπισσα..ποτέ δεν έφερες αντίρηση πάνω στο θέμα και φαντάστικα πως ήταν κάτι που το ήθελες..» είπε και είδα την στεναχώρια που ένιωθε «σε παρακάλω μη στεναχωριέσαι..αμα σε πηράζει τόσο δε θα πάω,αν είναι να είσαι έτσι μαζί μου θα συνεχίσω στη νομική» είπα και άρχισαν τα δάκρια βροχή να τρέχουν απο τα μάτια μου.ένιωσα το χέρι του στο πρόσωπο μου να διώχνουν τα δάκρια μου και γύρισα να τον κοιτάξω «σε στεναχωριέμαι εξαιτίας σου,με τον εαυτό μου τα βάζω που τόσο καιρό είχα ελπίδες ψεύτικες,κάναμε λάθος με τη μητέρα σου και ποτέ δεν είδαμε τι πραγματικά θες εσύ» είπε και ένιωσα πως όλα είχαν τελιώσει και πως δεν χρειαζόταν να φοβάμαι τόσο πολύ,τελικά οι γονείς μου θα καταλάβαιναν,όλο το φτέξιμο ήταν δικό μου που δεν τους είχα μιλησει απο την άρχη...αν το είχα κάνει όλα θα ήταν διαφορετικά ... «απλώς θέλω να με στηρίξετε,είναι μεγάλο βήμα για εμένα και θέλω να τα καταφέρω ξέροντας πως σας έχω στο πλάι μου» είπα και χαμογέλασα πικρά στο μπαμπά μου «πάντα θα είμαστε στο πλευρό σου και το ξέρεις,για όνομα του θεού παιδί μας είσαι»τον άκουσα να λέει και κατευθείαν σηκώθηκα απο τη θέση μου και έκατσα στα ποδια του μπαμπα μου άρχισα να τον φιλάω και να κλαίω απο τη χαρά μου που όλα είχαν πάρει ίσιο δρόμο «γίατι πρέπει να φύγεις τόσο μακριά,τόσες σχολές υπάρχουν έδω στην Ελλάδα,γιατί να πας στο Λονδίνο;» ρώτησε η μητέρα μου και τότε μια καινούρια ιδέα φύτρωσε στο κεφάλι μου γιατί είχε ένα δίκιο,την αίτηση την έκανα στη σχολή και πραγματικά ήταν πάρα πολύ καλή και αν με δέχτηκαν έκει θα με δεχόντουσαν σίγουρα και σε κάποια αντίστοιχη στην Ελλάδα… «σου υπόσχομαι οτι θα το κοιτάξω» της απάντησα και σηκώθηκα και έδωσα ένα φίλι στο μάγουλο της.έμεινα λίγες ώρες ακόμη στο πατρικό μου συζητώντας για διάφορα θέματα με τους γονείς μου αλλα είχε περάσει η ώρα και έπρεπε να πάω σπίτι να ετοιμαστώ για το βράδυ «πρέπει να φύγω θα βγω με τα παιδία» τους είπα και σηκώθηκα απο το καναπε να βάλω την ζακέτα μου «που θα πάτε» με ρώτησε ο μπαμπάς μου καθώς τελείωνε τον καφέ του «για ένα ποτάκι να γιορτάσουμε που ήρθε η Χρύσα» είπα και άνοιξα την πόρτα για να φύγω «αύριο σας περιμένω όλους να φάμε μάζι! Να προσέχετε,μη πείτε πολύ και να σε γυρίσει στο σπίτι ο Άρης» «ένταξει μαμά» είπα χαμογελώντας τους έστειλα ένα φίλι απο την πόρτα και έφυγα για το σπίτι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου