O Καρυοθραύστης
Παρόν
Παραμονή πρωτοχρονιάς 1930
Κοιτάει από το παράθυρο τις νιφάδες χιονιού που προσγειώνονται στο έδαφος,και όπως πέρσι έτσι και φέτος την τύλιξε αυτή η γλυκιά μελαγχολία. Νιώθει μια στεναχώρια, ένα βάρος τώρα που έφτασε αυτή η μέρα, νιώθει τον χρόνο που φεύγει και καταλαβαίνει πως η δύναμη του ανθρώπου αν και είναι αρκετή πάντα θα υπάρχει κάτι μεγαλύτερο που θα την σταματάει...
«Άραγε θα έρθει πάλι φέτος;» αυτή η σκέψη βασανίζει το μυαλό της Μπέλλας. Γυρνάει ξαφνικά το κεφάλι εξαιτίας του χτυπήματος της πόρτας «Περάστε..» η κελαηδιστή φωνή της πλημμύρισε το δωμάτιο και εμφανίστηκε μπροστά της η καλή της Άλις.
«Ξυπνήσατε κυρία Μπέλλα;» την ρώτησε δισταχτικά το κορίτσι και η Μπέλλα χαμογέλασε
«Ναι Άλις...Έλα να δεις,κοίτα!» της είπε και έδειξε με το δάχτυλό της το κάτασπρο τοπίο που ξεδιπλωνόταν μπροστά στο παράθυρο
«Είναι τόσο...όμορφα» κόπιασε το μικρό κορίτσι να βρει τη σωστή λέξη και να περιγράψει την εικόνα μπροστά στα μάτια της.
«Είναι σαν πίνακας» πρόσθεσε η Μπέλλα.
«Άσπρος πίνακας» είπε η Άλις και άρχισαν να γελάνε.. «Πρέπει να σας ετοιμάσω Δεσποινίς το πρωινό είναι έτοιμο,σας περιμένουν». Καθώς η Άλις την βοηθούσε να βγάλει το μακρύ κίτρινο νυχτικό της, η Μπέλλα χαιρόταν αθόρυβα από μέσα της που δεν χρειαζόταν να φοράει επίσημα φορέματα και κορσέ μέσα στο σπίτι, το απλό κοστούμι με μπλούζα, φούστα και ζακέτα την έκανε να αισθάνεται άνετα και ανάλαφρη χωρίς να νιώθει την αναπνοή της να κόβεται από τον σφιχτό κορσέ ή να έχει το φόβο πως τα πόδια της θα μπλεχτούν στο φανταχτερό φόρεμα. Αφού τελείωσε με την διαδικασία του ντυσίματος η Άλις άρχισε να χτενίζει απαλά τα μαλλιά της,έπιασε τα μισά και της έκανε μια πλεξούδα από τα αριστερά και μια από την δεξιά πλευρά και τις στερέωσε μαζί στο πίσω μέρος του κεφαλιού της.
«Εχθές που κατέβηκα στην πόλη για τις χριστουγεννιάτικες αγορές είδα την Δεσποινίς Τάνυα που είχε παρόμοια τα μαλλιά της, πιστεύω πως σ’εσας ταιριάζουν πιο πολύ» της είπε η Άλις με ένα βλέμμα θαυμασμού καθώς η Μπέλλα παρατηρούσε το καινούριο χτένισμα στον μεγάλο καθρέφτη.
«Σε ευχαριστώ πολύ Άλις,είναι υπέροχα» της είπε η Μπέλλα και έπιασε απαλά το χέρι της Άλις.
Κατέβηκε πρώτη τη μεγαλοπρεπή σκάλα και από πίσω της την ακολουθούσε η Άλις με τα συνηθισμένα χορευτικά της βήματα.
«Καλημέρα» είπε με χαμόγελο στην οικογένεια της και κάθισε δίπλα στο αδερφό της.
«Καλημέρα» της απάντησαν όλοι ζεστά και ξεκίνησαν το πρωινό.
«Μπέλλα,είσαι έτοιμη για το βράδυ;» την ρώτησε η μητέρα και γύρισε να κοιτάξει.
«Νομίζω πως η Άλις έχει φροντίσει για το φόρεμα..» της απάντησε ξερά και συνέχισε το πρωινό της.
«Θα κατέβω στην πόλη για κάποια τελευταία ψώνια,θα σε αφήσω υπεύθυνη,να ελέγχεις για τις ετοιμασίες» η Μπέλλα κούνησε το κεφάλι της προσπαθώντας να αποφεύγει την συζήτηση γιατί πραγματικά η Ρενέ ήταν τόσο πιεστική σε κάποια θέματα που πολλές φορές η μπέλλα έβγαινε από τα ρούχα της και αντιδρούσε νευρικά. Άπλωσε το χέρι της και την χάιδεψε απαλά.
«Μπέλλα,το ξέρεις πως πρέπει να είναι όλα σωστά,δεν θέλω να μας σχολιάζουν» της είπε και χαμογέλασε απολογητικά.
«Μαμά είναι πρωτοχρονιά,όλοι θέλουν απλώς να περάσουν μια ζεστή, οικογενειακή βραδιά,δεν θα ενδιαφερθούν και τόσο για το χώρο..» της απάντησε η Μπέλλα απότομα μη μπορώντας να κρατηθεί.
«Δεν τους ξέρεις καλά γλυκιά μου,είσαι πολύ αθώα ..»
Ξαφνικά πέρασε η Ρόζαλι σέρνοντας ένα σεντούκι με ρούχα και διάφορα άλλα πράγματα,η Μπέλλα κοίταξε προσεχτικά και διέκρινε πάνω από τη στοίβα το μικρό θησαυρό της. Σηκώθηκε από την θέση της και τράβηξε απότομα την Ρόζαλι από το χέρι.
«Που τα πας αυτά;» ούρλιαξε η Μπέλλα και η Ρόζαλι την κοίταξε τρομοκρατημένη.
«Εγω της τα έδωσα Μπέλλα,είναι δωρεά για το ορφανοτροφείο...» της είπε η Ρενέ φανερά εκνευρισμένη με το τρόπο που μίλησε.
«Ποιος με ρώτησε για να το πάρει αυτό;» της φώναξε για άλλη μια φορά η Μπέλλα και άρπαξε με τα λεπτά δάχτυλα της τον μικρό στρατιώτη της από το σεντούκι.
«Φαντάστηκα ότι δεν το θέλεις Μπέλλα..» της είπε η Ρενέ και την πλησίασε.
«Το θέλω» απάντησε αποφασιστικά η Μπέλλα και τον αγκάλιασε.
«Μα Μπέλλα-» προσπάθησε να πει ο Έμετ «Είπα το θέλω,είναι το μόνο που με δένει μαζί του!» τους είπε με δάκρυα στα μάτια και έτρεξε στο δωμάτιο της... «Δεν θα σε αποχωριστώ ποτέ, μ’ακούς; Και σήμερα θα σε περιμένω,εδώ θα είμαι..» ψιθύρισε στον μικρό καρυοθραύστη της και τον έσφιξε στο στήθος της καθώς εικόνες του παρελθόν πλημμύρισαν το μυαλό της.
Παρελθόν
28 Ιουνίου 1929...
«Συλλυπητήρια Μπέλλα, είναι τραγικό αυτό που συνέβη..» Της είπε στοργικά ο θείος Καρλάιλ και την αγκάλιασε.
«Ευχαριστώ..» είπε η Μπέλλα προσπαθώντας να κρατήσει τα δάκρυα της.
«Το πάθος του για το τσιγάρο τον σκότωσε..» συμπλήρωσε και την έβγαλε από την αγκαλιά του.
«Δεν είναι ακόμη σίγουρο,για το καρκίνο του πνεύμονα..Μου λείπει όμως τόσο πολύ» είπε η Μπέλλα και τα δάκρυα έκαναν την πρώτη εμφάνιση τους.
«Και εμένα Μπέλλα,ο Έντουαρντ ήταν ο καλύτερος κατασκευαστής μηχανικών παιχνιδιών,θα λείψει σε όλη την πόλη..» ο Καρλάιλ πήγε στο σαλόνι και η Μπέλλα έμεινε μόνη της στο δωμάτιο τους, στο κρεβάτι τους, εκεί που είχαν μοιραστεί τόσα πολλά...
Πήρε στα χέρια της το δώρο του Έντουαρντ που της είχε δώσει παλιά.
«Αυτός ο στρατιώτης θα με φέρνει κοντά σου Μπέλλα,όταν θα με έχεις ανάγκη και δεν μπορώ να είμαι δίπλα σου,αυτός θα με φέρνει,είναι η καλύτερη εφεύρεση που έχω κάνει ποτέ...θα το δεις...»αυτό της είχε πει την ώρα που της έδινε τον μικρό καρυοθραύστη, προτού φύγει ένα μεγάλο ταξίδι στο Λονδίνο για δουλειές κάτι το οποίο ήταν ένα μεγάλο ψέμα… Στην πραγματικότητα είχε πάει για εξετάσεις και προτίμησε να μη της πει τίποτα για να μην την ανυσηχήσει
«Μα πως μπορεί να γίνει αυτό;» τον ρώτησε με εμφανή απορία και τον κοίταξε στα μάτια ανυπόμονα.
«Μη βιάζεσαι αγάπη μου, όταν έρθει η ώρα θα το δεις, στο υπόσχομαι» αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια ... Οι μέρες κυλούσαν και η απουσία του Έντουαρντ είχε γίνει πολύ αισθητή δημιουργόντας μια μεγάλη τρύπα πόνου στο στήθος της Μπέλλας, όμως τα βράδια είχε στο πλάι της το μικρό στρατιώτη της και ο πόνος με ένα μαγικό τρόπο έκλεινε. Ήταν το φάρμακο της,μάλλον αυτό εννοούσε ο αγαπημένος της Εντουαρντ, ότι και να ήταν όμως αυτό το μικρό παιχνίδι η Μπέλλα το είχε αγαπήσει όπως εκείνον,έβλεπε το μικροσκοπικό προσωπάκι του καρυοθραύστη και ήταν σαν να βλέπει τα μάτια του Έντουαρντ,ήταν μια παρηγοριά...
Δεκέμβριος 1929
«Μπέλλα πιστεύω πως πρέπει να γυρίσεις εδώ..» της είπε η μητέρα της την ώρα που στόλιζαν το χριστουγεννιάτικο δέντρο.
«Τι εννοείς εδώ;» ρώτησε η Μπέλλα, γύρισε να την κοιτάξει και της έδωσε μια χρυσαφένια μπάλα για να κρεμάσει.
«Στο σπίτι μας, γλυκιά μου δεν το βλέπεις; Σου κάνει κακό να μένεις μόνη σου σε εκείνο το σπίτι που ήταν κάποτε δικό σου και του-»
«Είμαι καλά» την διέκοψε η Μπέλλα και άρχισε να εξετάζει προσεκτικά το δέντρο.
«Όχι Ιζαμπέλλα,δεν είσαι, δεν μιλάς, δεν τρως, είσαι σαν νεκρή » της είπε η μητέρα της και της χάιδεψε τα μαλλιά.
«Πενθώ τον άντρα μου μητέρα,και εσύ το ίδιο δεν έκανες με τον Τσάρλι;» την ρώτησε και η ματιές τους διασταυρώθηκαν.
«Ναι Μπέλλα αλλά εγώ ήμουν μεγάλη, είσαι νέα ακόμη, πέρασαν μήνες ,συνέχισε..» της είπε όσο πιο μαλακά μπορούσε να ακουστεί κάτι τέτοιο και της έπιασε το χέρι σε άλλη μια προσπάθεια να την φέρει κοντά.
«Φοβάμαι μαμά, κάθε μέρα που περνάει η εικόνα του γίνεται όλο και πιο θολή στο μυαλό μου, δεν θέλω να τον ξεχάσω..» άφησε επιτέλους η Μπέλλα τα συναισθήματα της να βγουν έξω και ένας χείμαρρος δακρύων κύλισε από τα μάτια της χωρίς σταματημό.
«Μπέλλα είναι απολύτως φυσιολογικό, δεν πρέπει να φοβάσαι, δεν τον προδίδεις έτσι, είναι απλή ροή των πραγμάτων, δεν μπορείς να κάνεις κάτι...» της είπε και την αγκάλιασε.
«Μα μαμά, δεν είναι λογικό, πριν λίγο καιρό τον ένιωθα στο κρεβάτι να με αγκαλιάζει, άκουγα τα βήματα του στο διάδρομο να έρχεται κοντά μου και πίστευα ότι από λεπτό σε λεπτό θα χαϊδέψει τα μαλλιά μου, και τώρα τίποτα...δεν είναι πουθενά..» ένιωσε ένα βάρος να φεύγει από πάνω της που εξομολογήθηκε όλα όσα ένιωθε, έπρεπε να τα πει σε κάποιον να τα βγάλει από μέσα της, να ανασάνει.
«Σε παρακαλώ Μπέλλα μη νιώθεις έτσι, έλα στο σπίτι εδώ, θα δεις θα σου κάνει καλό..» της είπε η μητέρα της καθώς της σκούπιζε τα δάκρυα με ένα σατέν μαντίλι.
«Θα έρθω μαμά,θα έρθω, όχι τώρα όμως, ας περάσουν τα Χριστούγεννα και θα έρθω..»
«Όπως νομίζεις, εγώ θέλω εσύ να είσαι καλά..»
«Πέρασε η ώρα, θα φωνάξεις την άμαξα να πάω σπίτι;» την ρώτησε καθώς έβαζε τα γάντια της.
«Μα Μπέλλα είναι αργά, μπορείς να κοιμηθείς εδώ απόψε..»
«Όχι μητέρα ήρθα επειδή ζήτησες βοήθεια με το δέντρο,καλύτερα να φύγω..»
Παραμονή Πρωτοχρονιάς 1929
«Είστε τόσο όμορφη κυρία Μπέλλα..» της είπε η Άλις καθώς επεξεργάζονταν το είδωλο της στο καθρέφτη.
«Ευχαριστώ Άλις, και εσύ το ίδιο..» της είπε και γύρισε να την κοιτάξει.
«Ευχαριστώ που με καλέσατε μαζί σας στο σπίτι της μητέρας σας σήμερα το βράδυ,είστε πολύ καλή» της είπε η Άλις και αυθόρμητα έπεσε στην αγκαλιά της Μπέλλα.
«Μα Άλις,δεν υπήρχε περίπτωση να σε αφήσω μόνη σου σε αυτό το σπίτι τέτοια μέρα, άλλωστε σου έχω πει, σ’ αγαπάω σαν μικρή μου αδερφή, σε έχω ανάγκη, θέλω να είσαι εκεί.»
«Αλήθεια σαν αδερφή σας;» ρώτησε η μικρή Άλις και τα μάτια της έλαμψαν.
«Ναι Άλις αλήθεια, σου έχω και ένα δώρο..» της είπε και γύρισε το σώμα της να ψάξει το μικρό κουτάκι. «Όρίστε άνοιξε το..» της είπε και της χαμογέλασε,έπιασε το μικρό κουτάκι με τα λεπτά της δάχτυλα και τράβηξε το καφέ σκοινάκι μακρυά, ένα επιφώνημα ξέφυγε από τα χείλη της και ύστερα ένα χαμόγελο απλώθηκε σε όλο της το πρόσωπο.
«Σας ευχαριστώ πολύ, είναι ο ομορφότερος σταυρός που έχω δει..» της είπε και όρμησε πάνω της για άλλη μια μεγάλη αγκαλιά.
«Δεν κάνει τίποτα Άλις, θέλω να το φοράς πάντα,λοιπόν πάμε γιατί θα αργήσουμε και δεν θέλω να ακούω την γκρίνια της Ρενέ» σχολίασε η Μπέλλα και ένα γέλιο ξέφυγε από την Άλις. Βγήκαν έξω στο δρόμο και με γοργά βήματα έτρεξαν στην άμαξα για να αποφύγουν το κρύο. Ο Σέθ άνοιξε ευγενικά την πόρτα και βοήθησε το δύο κορίτσια να ανέβουν ενώ ένα κομπλιμέντο ξέφυγε από τα χείλη του.
Έφτασαν μπροστά από την έπαυλη και κατέβηκαν με την σειρά. Τα πόδια της Μπέλλα είχαν κολλήσει πάνω στο υγρό χιόνι που είχε σκεπάσει το δάπεδο και θαύμαζε το πατρικό της σπίτι… Είχε να κάνει Χριστούγεννα εκεί πολλά χρόνια και είχε ξεχάσει την γλυκιά εμφάνιση που είχε κάθε χρόνο τέτοιες μέρες το σπίτι της.
Λαμπιόνια τύλιγαν το σπίτι και στολίδια υπήρχαν σε όλα τα παράθυρα. Μνήμες ήρθαν από τα παλιά στο μυαλό της και μια ευχάριστη προσμονή να μπει στο σπίτι την τύλιξε… Πέρασαν μέσα και το σπίτι ήταν ήδη γεμάτο από κοσμικές παρουσίες και συγγενείς.Η Μπέλλα χαιρέτησε ευγενικά όποιον συναντούσε στο διάβα της και στο τέλος είδε την μητέρα της.
«Χρόνια πολλά μητέρα..» είπε καθώς την πλησίασε και την αγκάλιασε.
«Δεν πέρασαν ακόμη τα μεσάνυχτα» είπε η μητέρα της και άρχισαν να γελάνε.
«Ναι έχεις δίκιο» σχολίασε η Μπέλλα και τότε ήρθε ο αδερφός της.
«Μπέλλα!» αναφώνησε και την έκλεισε σε μια ζεστή αγκαλιά με τα καλογυμνασμένα χέρια του «Μέχρι και την τελευταία στιγμή νόμιζα πως δεν θα έρθεις» της είπε και την κοίταξε στα μάτια.
«Ήρθα όμως..» του απάντησε και ένα μελαγχολικό χαμόγελο έκανε την εμφάνιση του στα χείλια της Μπέλλα.
«Εύχομαι το 1930 να είναι η χρονιά σου Μπέλλα,αλήθεια το εύχομαι..» της είπε και της χαμογέλασε.
«Και εγώ εύχομαι το 1930 να σου δώσει θάρρος και να πεις στην Ρενέ πως αισθάνεσαι για την Ρόζαλι» γέλασαν και οι δύο τόσο δυνατά και όλος ο κόσμος γύρισε να τους κοιτάξει,η Μπέλλα του έκλεισε το μάτι με νόημα και γύρισε την πλάτη της...
Το βράδυ πέρασε ευχάριστα με τραγούδια, φωνές και ευχάριστες συζητήσεις ,όμως κάθε τόσο η Μπέλλα ένιωθε να καταρρέει αφού πολλοί ήταν οι κακοπροαίρετοι που είχαν το θράσος να την ρωτάνε αν έχει ξεπεράσει το χαμό του συζύγου της και πως καταφέρνει να ζει στο μεγάλο απομονωμένο σπίτι μόνη της. Τελικά ο κόσμος ήταν κακός,χωρίς ίχνος καλοσύνης,χαιρόντουσαν με τον πόνο του άλλου,και τα αρνητικά σχόλια ήταν σαν κεραυνοί που σκίζουν τον γαλάζιο ουρανό,αλλά υπήρχαν και εξαιρέσεις, άτομα που την λάτρευαν και νοιαζόντουσαν για αυτήν πραγματικά,όμως τον πιο σημαντικό άνθρωπο τον είχε πάρει μακριά της ο Θεός...Το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα και τότε όλοι ξεφώνισαν δυνατά ευχές για το νέο έτος,το προσωπικό έφερε μια εντυπωσιακή τούρτα και η Ρενέ έκοψε με υπερηφάνεια μεγάλα κομμάτια.
Αν και ένα χαρούμενο κλήμα επικρατούσε στην έπαυλη η Μπέλλα θέλησε να βγει στο κήπο να πάρει λίγο αέρα, όλος αυτός ο κόσμος ξαφνικά την έπνιγε και ήθελε να μείνει λίγο μόνη της. Βημάτισε στο χιόνι ενώ παχιές νιφάδες σκέπαζαν το σώμα της... Καθίσε στο παγκάκι κάτω από τη συκιά και έκλεισε τα μάτια της ευχαριστημένη.
«Καταραμένε Έντουαρντ, έπρεπε να ήσουν εδώ σήμερα, σε ήθελα εδώ..» ψιθύρισε και ένιωσε τα μάτια της να υγραίνουν.
«Κατα κάποιο τρόπο είναι...» άκουσε μια φωνή από πίσω της και γύρισε το κεφάλι ξαφνιασμένη,
«Τζάσπερ με τρόμαξες!» του φώναξε ενώ την πλησίαζε.
«Συγνώμη..» της είπε και έκατσε δίπλα της, η Μπέλλα κοίταξε τα χέρια του και κρατούσε δύο ποτήρια και ένα μπουκάλι κρασί.
«Πως περνάς;» την ρώτησε και άρχισε μηχανικά να ανοίγει το μπουκάλι.
«Καλά» είπε αδιάφορα η Μπέλλα κοιτώντας τον ουρανό.
Ο Τζάσπερ γέμισε τα ποτήρια με το κόκκινο κρασί και της πρόσφερε το ένα, η Μπέλλα το τύλιξε με τα χέρια της και έτεινε να τσουγκρίσει με το ποτήρι του.
«Στον Εντουαρντ..» είπε ο Τζάσπερ και η Μπέλλα επανέλαβε τα λόγια του... Μετά από λίγα λεπτά ησυχίας και ενώ είχαν αδειάσει τα ποτήρια τους ο Τζάσπερ τα γέμισε για ένα ακόμη γύρο.
«Σου λείπει και εσένα όσο λείπει και σε εμένα;» τον ρώτησε η Μπέλλα και ο Τζάσπερ γύρισε να την κοίταξε.
«Μου λείπει πολύ το κάθαρμα,ήταν ο καλύτερος μου φίλος» της είπε ο Τζάσπερ και τότε κατέβασε το κεφάλι.
«Πιστεύεις πως είναι καλά;» τον ρώτησε και περίμενε με αγωνία την απάντηση του.
«Δεν ξέρω αν είναι καλά, πάντως εύχομαι εκεί που είναι να έχει κρασί» είπε και έδειξε με το χέρι του το ποτήρι του «Και πολλά παιχνίδια..» συμπλήρωσε και άρχισαν να γελάνε.
«Δεν μπορώ να φανταστώ τον Έντουαρντ να βρίσκεται κάπου χωρίς το εργαστήριο του..» συμπλήρωσε η Μπέλλα και κοιτάχτηκαν πάλι.
«Μπέλλα,θα ήθελα να σου μιλήσω για κάτι..» είπε τότε σοβαρά ο Τζάσπερ ενώ έφτιαχνε τα μανικετόκουμπα του.
«Σε ακούω..» του είπε η Μπέλλα και χαμογέλασε.
«Κοίτα,το ξέρω πως θα σου φανεί τρελό,και αν δεν με πιστέψεις θα είναι απόλυτα λογικό» είπε για άλλη μια φορά με το σοβαρό του ύφος και η Μπέλλα του έγνεψε με το κεφάλι. «Τις τελευταίες μέρες που ο Έντουαρντ ήταν στο κρεβάτι,και ερχόμουν να τον δω στο σπίτι σας, μου είχε αναφέρει κάτι για μια εφεύρεση που είχε κάνει μόνο για εσένα, πως θα άλλαζε το νόμο της φυσικής και της ιδεολογία μας για το θάνατο» η Μπέλλα τόση ώρα τον κοιτούσε με περιέργεια μη μπορώντας να καταλάβει τι εννοούσε.
«Τζάσπερ,το ξέρεις πως ο Έντουαρντ μέχρι και την τελευταία στιγμή είχε το χιούμορ του σύμμαχο, κάποιο αστείο θα ήταν και εσύ θα το πήρες στα σοβαρά» είπε η Μπέλλα κουνώντας αποδοκιμαστικά το κεφάλι και πίνοντας μια γουλιά από το κρασί της.
«Όχι Μπέλλα,μου το έδειξε ήταν ένας μικρός ξύλινος στρατιώτης, μάλιστα μου είχε αναφέρει ότι δεν τον είχε ολοκληρώσει και ήθελε λίγη δουλειά ακόμη… αλήθεια σου λέω το είδα… ορίστε μου είχε δώσει και αυτό, και μου είπε να στο δώσω με την αλλαγή του χρόνου και πως σχετίζεται με τον στατιώτη» η Μπέλλα πάγωσε και το ποτήρι έπεσε από το χέρι της ακουμπώντας απαλά στο χιόνι κάνοντας το κόκκινο «ο καρυοθραύστης..» είπε και ένιωσε όλο το σώμα της να μουδιάζει έπιασε το μενταγιόν και το άνοιξε βιαστικά, στη μια πλευρά του ήταν μια ασπρόμαυρη θολή φωτογραφία τους και στην άλλη είχε σκαλισμένα καλλιγραφικά γράμματά.
«Τι λέει Μπέλλα;» ρώτησε ο Τζάσπερ με αγωνία και έσκυψε από πάνω.
«Κάλεσε με, και θα έρθω κοντά σου» ψιθύρισε η Μπέλλα και γύρισε να κοιτάξει τον Τζάσπερ.
«Τζάσπερ είσαι σίγουρος;Μήπως σου είπε κάτι άλλο και μπερδεύτηκες;» τον ρώτησε για επιβεβαίωση και σηκώθηκε από την θέση της.
«Μπέλλα,είμαι άπολύτως σίγουρος πως κατάλαβα σωστά,πες μου σε παρακαλώ σου το έχει δώσει; Είναι αλήθεια;» την ρώτησε με περιέργεια και σηκώθηκε και αυτός.
«Ναι,μου το είχε δώσει, και είπε πως ο καρυοθραύστης θα τον φέρνει κοντά μου, αλλά το είχα ερμηνεύσει αλλιώς...» του είπε η Μπέλλα με κομμένη την ανάσα και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της.
«Μπέλλα φαντάζεσαι αυτό που φαντάζομαι και εγώ;» την ρώτησε ο Τζάσπερ ενώ η Μπέλλα ήταν συγκεντρωμένη σε κάτι.
«Ναι Τζάσπερ,σκεφτόμαστε ακριβώς το ίδιο!» του φώναξε η Μπέλλα και άρχισε να τρέχει προς το σπίτι...Έψαξε τη μητέρα της ανάμεσα στον κόσμο και την είδε να μιλάει με τον θείο Καρλάιλ.
«Μητέρα...» φώναξε ξεψυχισμένα με κομμένη την ανάσα και γύρισαν όλοι να την κοιτάξουν «Τι έπαθες Μπέλλα; Γιατί είσαι έτσι;» της είπε με αυστηρό ύφος σαν να την μαλώνει καθώς κοιτούσε το μουσκεμένο της φόρεμα από το λιωμένο χιόνι.
«Πρέπει να φύγω, μπορείς να πεις στον Τζέικ να με πάει σπίτι; Έδωσα άδεια στον Σεθ όταν μας έφερε να πάει στην οικογένεια του» της είπε γρήγορα και έβαλε το χέρι της στην καρδιά της για να ηρεμήσει.
«Μα τι έγινε Μπέλλα;» την ρώτησε πάλι και την τράβηξε διακριτικά από το χέρι να πάνε σε ένα πιο ήσυχο μέρος.
«Τίποτα απλώς δεν αισθάνομαι καλά» της είπε και γύρισε την πλάτη να φύγει.
«Καλώς, ο Τζέικ μάλλον είναι στο σπιτάκι στο πίσω μέρος με την Λία θα στείλω να τον ειδοποιήσουν» της είπε η μητέρα της και έκανε νόημα στην Ρόζαλι να έρθει προς στο μέρος τους.
«Ρόζαλι πήγαινε να φωνάξεις τον Τζέικ, θέλω να πάει την Μπέλλα στο σπίτι της» η Ρόζαλι έγνεψε και ξεκίνησε να φύγει. «Είσαι σίγουρη Μπέλλα;Σε λίγο θα φύγει ο κόσμος, κάτσε να ανοίξουμε τα δώρα τουλάχιστον» της είπε έχοντας την ελπίδα πως η Μπέλλα θα αλλάξει γνώμη.
«Όχι! Θέλω να φύγω,πες στην Άλις πως σήμερα θα μείνει μαζί σου» της είπε και ξεκίνησε να βγει έξω... Είχε ξεχάσει τους καλούς τρόπους της, προσπερνούσε τον κόσμο γρήγορα και όποιος τολμούσε να της κλείσει το δρόμο δεν γλίτωνε από σπρωξίματα και αγκωνιές. Πέρασε έξω και είδε τον Τζέικ να την περιμένει.
«Συγνώμη που σε ταλαιπωρώ, η Λία σίγουρα θα έχει θυμώσει» του είπε καθώς τον πλησίαζε.
«Δεν πειράζει κυρία Μπέλλα» της είπε και την βοήθησε να ανέβει στην άμαξα. Ο Τζέικ χτύπησε με το μαστίγιο τα άλογα και η άμαξα άρχισε να σέρνεται στο πάγο, η Μπέλλα άνοιξε την χούφτα της και κρέμασε το μενταγιόν στο λαιμό της. Το έπιασε επιδεικτικά με τα δάχτυλά της και το έφερε κοντά στα χείλη της.
«Σε θέλω κοντά μου Έντουαρντ,σε θέλω..» ψιθύρισε και άφησε ένα φιλί στο μενταγιόν, το ακούμπησε απαλά στο στήθος της και κοίταξε έξω το τοπίο. «Το καλό που σου θέλω να είσαι σπίτι καταραμένε Έντουαρντ, πως μπορείς να μου το κάνεις όλο αυτό;» είπε στον εαυτό της ελπίζοντας πως με κάποιον τρόπο την άκουγε και εκείνος… Η Μπέλλα ήταν αρκετά ανυπόμονη και η αργή ταχύτητα του Τζέικ την εκνεύριζε,άνοιξε το παραθυράκι για να τον δει και τον φώναξε.
«Δεν μπορείς να κάνεις πιο γρήγορα Τζέικ, βιάζομαι» του είπε και γύρισε να την κοιτάξει ξαφνιασμένος.
«Έχει πολύ πάγο στο δρόμο κυρία Μπέλλα,κανονικά πρέπει να πηγαίνουμε πιο αργά» της απάντησε με ένα δικαιολογητικό βλέμμα και γύρισε ξανά μπροστά.
Η Μπέλλα έκατσε πάλι στην θέση της πειράζοντας νευρικά το μαύρο φόρεμα της, ένα άγχος την είχε τυλίξει γιατί δεν ήξερε τι να περιμένει, ήθελε τόσο πολύ να τον δει, έστω και για λίγο να του πει για άλλη μια φορά πόσο τον αγαπάει, να τον δει να γελάει και να την αγκαλιάζει, να του πει πόσο πολύ της λείπει, όμως και κακές ιδέες περνούσαν από το μυαλό της, μήπως όλα αυτά ήταν στην φαντασία του Έντουαρντ; Μήπως για άλλη μια φορά το χιούμορ του είχε ξεπεράσει τα όρια; Και αν είναι αλήθεια;Στον Τζάσπερ είχε πει πως δεν έχει τελειώσει ακόμη την εφεύρεση, μπορεί να μην είχε προλάβει...
«Έλα Μπέλλα μαζί μου,πάμε να ξαπλώσουμε μαζί» της είπε η Ρενέ και την τράβηξε από το χέρι.Η Μπέλλα στηρίχτηκε από τα χέρια και των δύο και έσερνε τα πόδια της στην κατεύθυνση που την τραβούσαν η Ρενέ και ο Έμετ. Είχε κουραστεί, το κεφάλι της πονούσε και ένα μούδιασμα είχε αγκαλιάσει σφιχτά ολόκληρο το κορμί της κάνοντας τα βλέφαρα της βαριά.Τελικά στο παραμύθι της μπήκε επιτέλους ένα τέλος που μπορεί να ήταν κακό,όμως αποδεικνύει πως η αληθινή αγάπη δεν πεθαίνει ποτέ...
Ξαφνικά η άμαξα σταμάτησε, η Μπέλλα άνοιξε βιαστικά την πόρτα και πήδηξε στο έδαφος, έχασε την ισορροπία της και τα χέρια του Τζέικ την τύλιξαν.
«Σε ευχαριστώ Τζέικ...για όλα» του είπε ενώ στάθηκε στα πόδια της και του χαμογέλασε.
«Δεν πειράζει..» της είπε και ανταπέδωσε το χαμόγελο. Ο Τζέικ ανέβηκε στην άμαξα και το μαστίγιο του πήρε ξανά φωτιά.
«Χρόνια πολλά Τζέικ!» του φώναξε η Μπέλλα καθώς απομακρυνόταν από μπροστά της.
«Καλή χρονιά κυρία Μπέλλα» φώναξε κι αυτός και ύστερα χάθηκε. Χωρίς να χάσει καιρό η Μπέλλα έτρεξε στο σπίτι πέρασε βιαστικά τον σκοτεινό κήπο, όμως τα πόδια της σταμάτησαν μπροστά από την μεγάλη πόρτα, η ανάσα της έβγαινε με κόπο από τα χείλια της και η καρδιά της για άλλη μια φορά άρχισε ένα γρήγορο χορό μέσα στο στήθος της.
«Πρέπει να το κάνεις Μπελλα! Και ας μην είναι μέσα..» ψιθύρισε στον εαυτό της για να μαζέψει θάρρος και άνοιξε γρήγορα την πόρτα. Όλα έδειχναν κανονικά, το δέντρο ήταν στη μέση του σαλονιού, χριστουγεννιάτικα γλυκά ακουμπισμένα στο τραπέζι και ένα απαλό φως κυριαρχούσε σε όλο το σπίτι
‘’Πόσο χαζή είμαι..’’ σκέφτηκε η Μπέλλα και έκατσε στο σαλόνι,ένιωσε τόσο γελοία που πίστεψε πως υπήρχε περίπτωση να ήταν εδώ ο Έντουαρντ. Αυτά γίνονται στα παραμύθια,ο Έντουαρντ είχε φύγει οριστικά, είχε πεθάνει και αυτό δεν μπορούσε να το αλλάξει καμία ηλίθια εφεύρεση...Έσυρε τα πόδια της στο πάτωμα,στάθηκε λίγο ακόμη στο παράθυρο κοιτώντας το θολό φεγγάρι, χάιδεψε το μενταγιόν στο λαιμό της και δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια της.
«Η σημερινή μέρα είναι τόσο λάθος Έντουαρντ,τόσο λάθος...έπρεπε να ήσουν εδώ» είπε και άρχισε να ανεβαίνει με κόπο τα σκαλιά. Έφτασε στο διάδρομο με τα υπνοδωμάτια και περπατούσε αργά για να φτάσει στο δωμάτιο της.
Ξαφνικά σταμάτησε να περπατάει και το χέρι της πήγε αυτόματα μπροστά από το στόμα της. Ένας θόρυβος ακούστηκε από την κρεβατοκάμαρα της και την έκανε να τρομάξει. ‘’Κλέφτης’’ σκέφτηκε και ένιωσε το σώμα της βαρύ,έτοιμο να καταρρεύσει, ΄΄πολύ ωραία μπήκε το 1930΄΄ σκέφτηκε από μέσα της και με αργά βήματα πως τα πίσω έκανε προσπάθεια για να φύγει.
Χτύπησε σε ένα καφέ έπιπλο τη μέση της και γύρισε τρομαγμένη. Είδε πάνω του ακουμπησμένο ένα βαρύ κηροπήγιο που ήταν για διακόσμηση και μια τρελή ιδέα πέρασε από το μυαλό της. Θα τον αντιμετώπιζε, όποιος και αν ήταν εκεί μέσα θα τον αντιμετώπιζε με θάρρος, δεν θα άφηνε κανέναν να καταπατάει το σπίτι της και πόσο μάλλον την κρεβατοκάμαρα της, που είχε περάσει ατελείωτα βράδια στην αγκαλιά του Έντουαρντ. Πήρε με το χέρι της το κηροπήγιο και με γοργά βήματα πλησίασε την κρεβατοκάμαρα, ένα τρέμουλο διαπέρασε πάλι το σώμα της,προσπάθησε να μη το σκέφτεται και άνοιξε αποφασιστικά την πόρτα. Το δωμάτιο είχε άλλη όψη. Έμεινε έκπληκτη από το θέαμα που ξεδιπλωνόταν μπροστά της, έκανε δειλά ένα βήμα μπροστά και άρχισε να επεξεργάζεται κάθε γωνία του δωματίου. Κεριά διασκορπισμένα εδώ και εκεί, σχηματίζοντας μια κατεύθυνση από την πόρτα μέχρι το κρεβάτι δημιουργούσαν μια ρομαντική και ζεστή εικόνα. Τα ροζ σεντόνια της είχαν αντικατασταθεί με άλλα κατακόκκινα έχοντας μαύρα κεντημένα λουλούδια επάνω, ενώ το τζάκι με την δυνατή φωτιά ολοκλήρωνε το ζεστο κλήμα. Έκανε άλλο ένα βήμα και το στόμα της είχε ανοίξει διάπλατα από την έκπληξη,δεν πίστευε στα μάτια της.
Είχαν περάσει κάποια λεπτά που ήταν στην ίδια θέση και απλώς κοιτούσε, γιατί αυτή η εικόνα της έφερε αναμνήσεις και στιγμές από το παρελθόν, που τίποτα δεν μπορούσε να τις σβήσει. Ένα αεράκι χάιδεψε το σβέρκο της και η γνώριμη μυρωδιά μέντας την τύλιξε κάνοντας την να κλείσει τα μάτια. Χέρια βρέθηκαν στον ώμο της και άρχισαν να την τρίβουν απαλά. Θα αναγνώριζε αυτή την κίνηση παντού, πάντα, θα αναγνώριζε αυτά τα απαλά χέρια και ας μην τα έβλεπε, πλέον το ήξερε ήταν εκεί μαζί της.
Τα χέρια του κατηφόρισαν από τους ώμους της στα μπράτσα της και σιγά σιγά στις παλάμες της. Την παρακίνησε να ξετυλίξει τα δάχτυλα της από το κηροπήγιο και ένας εκκωφαντικός ήχος τάραξε την ησυχία την ώρα που το βαρύ αντικείμενο ήρθε σε επαφή με το πάτωμα.
«Δεν σου πάνε τα μαύρα Μπέλλα..» αυτή η μεθυστική φωνή ταξίδεψε στα αυτιά της και τα χείλια του έλιωσαν πάνω στον σβέρκο της, δεν απάντησε, δεν μπορούσε να μιλήσει, ήθελε απλώς να ζήσει την στιγμή, να νιώσει τα χέρια του να κατακτάνε το κορμί της και την ζεστή του αγκαλιά να την κοιμίζει όλο το βράδυ.
Τα δάχτυλα του τυλίχτηκαν με τα δικά της και το σώμα του κόλλησε με την πλάτη της. Ένας αναστεναγμός έφυγε από τα χείλια της Μπέλλα και το κεφάλι της έγειρε προς τα πίσω, απαλά στον ώμο του.
«Μα πως;» κατάφερε να πει και τα μάτια της έκλεισαν ξανά.
«Σσς,είμαι εδώ τώρα» της είπε και χάιδεψε απαλά τα χείλη της. Το κορμί της άρχισε να τρέμει και το χέρι της με ταχύτητα απομακρύνθηκε από το δικό του και τυλίχτηκε πίσω από το κεφάλι του. Άρχισε να χαρίζει φιλιά στο λαιμό της καθώς την είχε μπροστά του και αυτή είχε αρχίσει με τα δάχτυλα της ένα χορό στα μαλλιά του. Την γύρισε μπροστά του και τότε αντίκρισε το πρόσωπο του. Τα χέρια της βρέθηκαν να επεξεργάζονται κάθε σπιθαμή του προσώπου του, τα χείλια του, τα μάτια του, το πιγούνι του...
Τις ίδιες κινήσεις έκανε και αυτός στο πρόσωπο της και η στιγμή ήταν τόσο μαγική, σαν να είχαν ανακαλύψει ένα ανεκτίμητο λίθο και έπρεπε να εξετάσουν κάθε πλευρά του. Ο Έντουαρντ κράτησε ανάμεσα στα χέρια του το πρόσωπο της και τα σμαραγδένια μάτια του έλιωναν το σοκολατένιο βλέμμα της Μπέλλα. Διστακτικά έσκυψε μπροστά και δειλά-δειλά τα χείλη του ζεστά ακούμπησαν πάνω στα δικά της, σαν να ήταν η πρώτη τους φορά, το πρώτο τους φιλί. Της είχε λείψει τόσο πολύ αυτή η ιερή στιγμή, γιατί έτσι το έβλεπε, σαν μια ιερή τελετή, αυτή ο Έντουαρντ και ο Θεός ήταν παρόν σε τέτοιες τρυφερές στιγμές που μοιράζονταν γεμάτοι πάθος μα πάνω από όλα αγάπη. Καθώς τα χείλη του τριβόντουσαν πάνω στα δικά της η Μπέλλα απαίτησε περισσότερα ,η γλώσσα της άρχισε απεγνωσμένα να ψάχνει την δική του και γρήγορα βρήκε ανταπόκριση.Το φιλί έγινε παθιασμένο,άγριο, ο Έντουαρντ δάγκωσε δυνατά τα χείλη της και γεύτηκαν και οι δύο το αίμα της. Το πάθος ξεχείλιζε και από τα δύο κορμιά και τίποτα δεν ήταν δυνατό να τους χωρίσει. Ο Έντουαρντ την ακούμπησε δυνατά στον τοίχο και άρχισε να την φιλάει αχόρταγα.
«Μου λείπεις τόσο πολύ, γιατί με άφησες;» του είπε ξεψυχισμένα ενώ αυτός είχε κατέβει στο λαιμό της.
«Έπρεπε Μπέλλα δεν είχα επιλογή» της είπε και συνέχισε να χαρίζει φιλιά στον ώμο της και το λαιμό της.
«Θέλω να μείνεις για πάντα» του είπε και τα χέρια της χάθηκαν στα μαλλιά του.
«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό Μπέλλα,δεν είναι δυνατόν» της απάντησε και τότε η Μπέλλα βρέθηκε στην αγκαλιά του, με αργά βήματα την οδήγησε στο κρεβάτι και την ακούμπησε απαλά και ευλαβικά επάνω. Τον τράβηξε κοντά της και τότε βρέθηκαν ο ένας αντικριστά από τον άλλον.
«Τώρα πως ήρθες;» τον ρώτησε και το χέρι της βρέθηκε ξανά στο μάγουλο του, δεν ήθελε να χάνει την επαφή μαζί του, ήθελε να τον αγγίζει συνέχεια, να σιγουρευτεί πως όλο αυτό δεν είναι όνειρο.
«Όπως φαντάζομαι ο Τζάσπερ σου μίλησε για την εφεύρεση έτσι δεν είναι;» την ρώτησε και ακούμπησε και αυτός το χέρι του στο μάγουλο της.
«Ναι,για τον μικρό μου καρυοθραύστη» είπε και ένα γλυκό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη της.
«Ναι,για αυτόν, ήταν ένα πείραμα που είχα δοκιμάσει, ξέροντας πως αργά η γρήγορα ο καρκίνος θα με σκοτώσει, μόνο που δεν πρόλαβα να το τελειώσω, θυμάσαι τις τελευταίες μέρες δεν μπορούσα καν να κουνηθώ μόνος μου». Η Μπέλλα κούνησε γρήγορα το κεφάλι της προσπαθώντας να διώξει αυτές τις άσχημες αναμνήσεις που είχε από τον Έντουαρντ, τότε ένιωθε ακόμη πιο δυστυχισμένη γιατί έβλεπε τον αγαπημένο της Έντουαρντ να βασανίζεται και να πολεμάει με νύχια και με δόντια να παραμείνει στη ζωή και αυτή δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τον βοηθήσει,δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να πάρει τον πόνο μακριά του.
«Θυμάμαι Έντουαρντ, μου είχες πει κάτι όμως το είχα ερμηνεύσει...διαφορετικά» του απάντησε και έσκυψε το κεφάλι. Ο Έντουαρντ γέλασε και την χάιδεψε στα μαλλιά.
«Πως;»
«Να..φαντάστηκα πως απλά εννοούσες ότι θα μου κρατάει συντροφιά, σε καμία περίπτωση δεν πέρασε από το μυαλό μου κάτι τέτοιο, αυτό που συμβαίνει είναι τόσο τρελό..» του είπε και τα μάτια της άρχισαν να γυαλίζουν έτοιμα να ρίξουν ξανά δάκρυα, όμως αυτή τη φορά δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης.
«Το ξέρω Μπέλλα, το ξέρω...Ω Θεέ μου, μου έχεις λείψει τόσο πολύ..» της είπε και τότε τα χείλη του κόλλησαν πάλι πάνω στα δικά της. Η Μπέλλα δεν άντεξε,τύλιξε τα χέρια της γύρο από το λαιμό του και τον έφερε κοντά της, τράβηξε την μαύρη κορδέλα που συγκρατούσε σταθερό το φόρεμα της και το άφησε με χορευτικές κινήσεις να πέσει στο πάτωμα. Του έβγαλε το σακάκι, με απαλές κινήσεις κατέβασε τις τιράντες του στο πλάι και με τα λεπτά της δάχτυλα άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισο του.
Αφού τελείωσε και πλέον το πουκάμισο έκανε παρέα στο σακάκι του και στην μαύρη κορδέλα στο πάτωμα, την ξάπλωσε απαλά και άρχισε να τραβάει το μαύρο φόρεμα της προς τα κάτω ώσπου έμεινε με τον μαύρο κορσέ, και τις επίσης μαύρες ζαρτιέρες. Χαμήλωσε το κεφάλι του, τύλιξε το χέρι του στον αριστερό της αστράγαλο και άρχισε με ευχαρίστηση να αφήνει φιλιά στο πόδι της από κάτω μέχρι πάνω στον μηρό της.
«Αχ Έντουαρντ» ξέφυγε από τα χείλη της Μπέλλα και τότε το μάγουλο του ακούμπησε στο δικό της.
«Τι είναι Μπέλλα;» την ρώτησε σιγανά και έγλειψε το σαγόνι της.
«Σε θέλω τόσο πολύ..τα σώματα μας φτιάχτηκαν για να είναι το ένα δίπλα στο άλλο, δεν έπρεπε να χωριστούμε… είναι τόσο άδικο» του είπε και τράβηξε το πρόσωπο του πάνω για να το βλέπει.
«Μου λείπει το άρωμα σου,τα μάτια σου,όλα..» της είπε και άφησε ένα φιλί στο μέτωπο της.
«Κάνε μου έρωτα Έντουαρντ, όπως τότε, όπως παλιά» του είπε και ακούμπησε το χέρι της πάνω στην νεκρή καρδιά του,
«Για αυτό είμαι εδώ Μπέλλα… για να σε αγαπήσω όπως τότε..» της είπε και χάθηκαν μαζί για άλλο ένα παθιασμένο φιλί. Πέρασε το χέρι του κάτω από τη μέση της και έπιασε με τα δάχτυλα του το κορδόνι του κορσέ της,τον τράβηξε απαλά και το κάτασπρο δέρμα της εμφανίστηκε μπροστά του, έσκυψε και ακούμπησε τα χείλη του απαλά ανάμεσα στο στήθος της και τότε τα δάχτυλά της χάθηκαν για άλλη μια φορά στις καστανόξανθες τούφες του. Συνέχισε να χαρίζει φιλιά παντού, σε όλο της το σώμα ανελέητα, ακούραστα, ήθελε να της δείξει ότι το σώμα της ανήκει μόνο σε αυτόν, πως το μονοπάτι του κορμιού της είχε μόνο αυτός δικαίωμα να το περπατήσει, σαν να ήταν το στήθος της μια πηγή με νερό που μόνο αυτός μπορούσε να τυλίξει τα χείλη του στις απαλές ροζ ρώγες της και πιει από το νερό του, να της δείξει με χίλιους τρόπους πως την αγαπάει, πως αν και έφυγε πάντα θα είναι μαζί, πάντα ο ένας θα γεμίζει την καρδιά του άλλου.
Πέρασε το πρόσωπο του ανάμεσα στα μαλλιά της και το άρωμα φράουλας τον ζάλισε. Η Μπέλλα άνοιξε το παντελόνι του και τον βοήθησε να το διώξει από πάνω του, και έπειτα το εσώρουχο του. Και οι δύο πλέον γυμνοί πάνω στο κρεβάτι, η ώρα πλησίαζε, ήταν πολύ κοντά στο να νιώσουν αυτό που είχαν και οι δύο ανάγκη.
«Σ’αγαπώ» της ψιθύρισε και άνοιξε τα πόδια της, χαμήλωσε σιγά-σιγά και η γλώσσα του δημιούργησε ένα μονοπάτι από το λαιμό της μέχρι το τέλος της κοιλιάς της και το κεφάλι του βρέθηκε ανάμεσα στα πόδια της. Ένιωσε τη γλώσσα του πάνω στη φλόγα της και ένα κάλεσμα με το όνομα του έφυγε από τα χείλη της, η γλώσσα του υγρή ξεχύθηκε πάνω της χαρίζοντας της ηδονή και απόλαυση. Έγλειψε την είσοδο της και γεύτηκε τους χυμούς της. Η Μπέλλα δεν άντεξε άλλο με ένα κλαψούρισμα τον τράβηξε από τα μαλλιά ,έφερε το πρόσωπο του μπροστά στο δικό της και τύλιξε τους μηρούς της γύρο από τη λεκάνη του, μια γλυκιά ευχαρίστηση βγήκε από τα χείλια της μόλις ένιωσε την ζεστασιά του κορμιού του στο λουλούδι της. Βυθίστηκε αργά μέσα της, και τότε ένιωσε και αυτός την ζεστασιά της.
Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της Μπέλλα καταλήγοντας στους κροτάφους της. Έπιασε τα χέρια της, τα στερέωσε πάνω από το κεφάλι της και μπέρδεψε τα δάχτυλά του με τα δικά της ενώ οι ρυθμοί τους επιταχύνθηκαν καθώς άφηναν ελεύθερο τον καταπιεσμένο τους πόθο να βγει έξω, έπεφτε με δύναμη συναντώντας το κορμί της, ενώ το βλέμμα του δεν άφηνε στιγμή το πρόσωπο της.
«Μόνο εσύ μπορείς να με κάνεις να νιώθω έτσι, μόνο εσύ το κάνεις αυτό..» του είπε λαχανιασμένη και ένα βογκητό βγήκε από μέσα του ακούγοντας αυτά τα λόγια.
«Μονό εσύ ξέρεις τι θέλω Μπέλλα..» της είπε ενώ συναντούσε για άλλη μια φορά το κορμί της ενώ εκείνη λικνιζόταν κάτω από το κορμί του.
«Πότε θα φύγεις;» τον ρώτησε και ανασήκωσε το κεφάλι της να άφησε ένα φιλί στη κορυφή του λαιμού του.
«Με το πρώτο φως της μέρας θα έχω χαθεί Μπέλλα..» της απάντησε και δάκρυα άρχισα να τρέχουν από τα μάτια του, γύρισαν και οι δύο το κεφάλι στο παράθυρο χωρίς να κάνουν την ένταση τους, το σκοτάδι ήταν απαλό και το χιόνι έπεφτε μανιασμένο, λίγες ακόμη στιγμές τους είχαν μείνει και μετά θα έφευγε από κοντά της. Τα πόδια της είχαν μουδιάσει σε σημείο να μη τα νιώθει, το σώμα της είχε γίνει σε σχήμα τόξο και το ήξεραν και οι δύο πως έφταναν στο τέλος. Μια δυνατή κραυγή έφυγε με ορμή από τα χείλη της, και όλο το βάρος του Έντουαρντ έπεσε πάνω της. Τα σεντόνια είχαν ποτίσει από τον ιδρώτα τους και το μόνο που ακουγόταν ήταν οι ακανόνιστες ανάσες του.
«Κάθε βράδυ σε έβλεπα στα όνειρα μου..» του είπε και άρχισε να χαϊδεύει το κεφάλι του που είχε ακουμπήσει γαλήνια στο στέρνο της.
«Τι όνειρα βλέπεις Μπέλλα;» την ρώτησε ενώ τα μάτια του σπιθίρισαν και ακούμπησε ένα απαλό φιλί στο ένα της στήθος που είχε μπροστά του.
«Διάφορα,εσένα και εμένα..» του είπε και έκλεισε τα μάτια της .Ο Έντουαρντ σηκώθηκε,ξάπλωσε δίπλα της και τράβηξε τα σκεπάσματα από πάνω τους ενώ η Μπέλλα σύρθηκε στην αγκαλιά του.
«Μίλησε μου για αυτά Μπέλλα..» την διέταξε και σήκωσε το κεφάλι της να τον κοιτάξει.
«Μας βλέπω μαζί,σε αυτο το δωμάτιο, σε αυτό το κρεβάτι, και άλλες φορές βλέπω μόνο εσένα μαζί με το πιάνο σου, ή σε βλέπω στο εργαστήριο σου να δουλεύεις με τις ώρες..» του είπε και έκλεισε ευχαριστημένη τα μάτια της.
«Κοιμήσου..» της ψιθύρισε και ένιωσε μια κούραση σε όλο το σώμα της, σαν να ήταν υπνωτισμένη.
«Πότε θα ξανά έρθεις;» τον ρώτησε και η φωνή της ακούστηκε σαν φύσημα αέρα.
«Δεν ξέρω Μπέλλα, δεν ξέρω» της είπε και φίλησε την κορυφή του κεφαλιού της.
«Χρόνια πολλά άγγελε μου...» του είπε και ο ύπνος την πήρε μακρυά του.
«Καλή χρονιά αγάπη μου» της απάντησε ευχόμενος πως τον είχε ακούσει....
1 Ιανουαρίου 1930
Η Μπέλλα άνοιξε με κόπο τα μάτια της και το πρωινό φως την ανάγκασε να τα κλείσει πάλι.Το σώμα της ήταν βαρύ και δεν μπορούσε να κουνηθεί. Έσυρε το χέρι της στο πλάι και ακούμπησε κάτι κρύο και σκληρό, γύρισε το κεφάλι και αντίκρισε τον καρυοθραύστη να ακουμπάει απαλά στο πουπουλένιο μαξιλάρι. Ανασηκώθηκε, ακούμπησε την πλάτη της στο κεφαλάρι του κρεβατιού και εικόνες από το χθεσινό βράδυ πλημμύρισαν το μυαλό της. Εικόνες θολές,ταξίδευαν και δεν μπορούσε να πιστέψει τι είχε συμβεί. Σηκώθηκε γρήγορα από το κρεβάτι και έτρεξε στο καθρέφτη, το βλέμμα της έπεσε στο λαιμό της όπου υπήρχαν σκούροι λεκέδες πάνω, σημάδια που πρόδιδαν πως όλα αυτά δεν ήταν όνειρο. Πανικοβλήθηκε, και ο αυχένας της άρχισε να μουδιάζει,η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και το κεφάλι της γύριζε, δεν μπορούσε να πιστέψει όσα είχαν γίνει. Μια ξινόπικρη γεύση γέμισε το στόμα της, έτρεξε στο μπάνιο και κατέρρευσε μπροστά στη λεκάνη. Ένιωθε άρρωστη και κουρασμένη ολόκληρο το σώμα της παραπονιόταν για την κατάσταση αυτή, πλύθηκε με σχολαστικές κινήσεις και γύρισε στο κρεβάτι. Πήρε αγκαλιά τον μικρό στρατιώτη της και δάκρυα άρχισαν να σκεπάζουν το κατάλευκο πρόσωπο της. Ήταν εδώ,στα αλήθεια ήταν εδώ....
Παρόν
Παραμονή Πρωτοχρονιάς 1930
Ακούμπησε τον μικρό της πρίγκιπα στο μαξιλάρι και κατέβηκε κάτω. Μετά από κάποιες ώρες ετοιμασίας που είχε πραγματοποιήσει τα πάντα ήταν πλέον έτοιμα, το δέντρο στολισμένο ,όπως επίσης το γιορτινό τραπέζι και κάθε άλλη γωνιά του σπιτιού. Εφόσον είχε περάσει ένας ολόκληρος χρόνος και κάτι μήνες μετά το θάνατο του Έντουαρντ η Ρενέ φαντάστηκε πως μπορούσε να ξεπεράσει το όριο με το θέμα του στολισμού και με μεγάλη βοήθεια από την Άλις πέτυχε το σκοπό της, ο οποίος δεν ήταν άλλος από το να κάνει την έπαυλη να φαίνεται σαν να έχει βρει από κάποιο χριστουγεννιάτικο παραμύθι, σαν αυτά που διαβάζουμε στα παιδιά προτού κοιμηθούν, όπου όλοι είναι χαρούμενοι και ενθουσιασμένοι με αυτή τη γιορτή και που πάντα μια περιπέτεια θα κάνει κάθε χρονιά ξεχωριστή.
Κάτι τέτοιο ζούσε και η Μπέλλα τα τελευταία δύο χρόνια μόνο που στην περίπτωση της όλα ήταν αντίστροφα, ζούσε ένα παραμύθι ατελείωτο, αντιμετώπιζε την μοναξιά μόνη της και περίμενε τον Έντουαρντ ο οποίος θα της έφτιαχνε μια περιπέτεια έτσι ώστε να μπει και στο δικό της ανιαρό παραμύθι ένα τέλος, και για επίλογος η πολυφορεμένη φράση «και ζήσαν αυτοί καλά, και εμείς καλύτερα..». Όμως ο Έντουαρντ δεν ερχόταν ποτέ, τον περίμενε υπομονετικά αλλά αυτός δεν ξανάρθε. Όταν τον είχε ρωτήσει πότε θα ξανάρθει αυτός της είχε απαντήσει πως δεν ξέρει, αυτή όμως είχε την ελπίδα πως όπως ήρθε την μέρα της πρωτοχρονιάς στο περασμένο έτος, έτσι θα συνέβαινε και τώρα...
Το σπίτι γέμισε και φέτος με κόσμο. Αυτή τη φορά κανένας δεν την ρώτησε αν έχει ξεπεράσει τον χαμό του άντρα της, γιατί πολύ απλά το είχαν δεδομένο πως αυτό είχε γίνει, δεν ήξεραν όμως την αλήθεια που ήταν κρυμμένη στην ραγισμένη καρδιά της.
«Χορεύουμε;» την ρώτησε ο Έμετ σκύβοντας στο αυτί της «Δεν έχω όρεξη Έμετ» του είπε και ακούμπησε το ποτήρι με την σαμπάνια στο τραπέζι.
«Ω! Μα έλα Μπέλλα,είναι παραμονή πρωτοχρονιάς!» την παρακάλεσε και έτεινε το χέρι του μπροστά της. Η Μπέλλα παρέδωσε τα όπλα και ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του πιάνοντας το χέρι του. Στροβιλίζονταν,και με χάρη κουνούσαν τα σώματα τους στο ρυθμό του βιολιού ενώ το γαλάζιο φόρεμα της Μπέλλα ανέμιζε διαρκώς.
«Τι σε απασχολεί;» την ρώτησε και την έκανε μια περιστροφή, η Μπέλλα συνάντησε πάλι τα χέρια του και χαμογέλασε.
«Τίποτα» του απάντησε μόνο και γύρισε το κεφάλι της στους παρευρισκόμενους που τους παρακολουθούσαν.
«Έλα τώρα, από το πρωί που έγινε αυτό το περιστατικό στο τραπέζι είσαι έτσι» της είπε και ενώ τέλειωσε η μουσική κάνανε μια υπόκλιση και περπάτησαν μακριά από τα περίεργα βλέμματα.
«Απλά ταράχτηκα» του είπε και έπιασε στα χέρια της το ποτήρι με την σαμπάνια που είχε αφήσει προηγουμένως.
«Είσαι πολύ νευρική, σαν να περιμένεις κάτι..» η Μπέλλα ανοιγοκλείσε τα μάτια της σοκαρισμένη και το χέρι της έσφιξε δυνατά το ποτήρι. Μα πως δεν το είχε σκεφτεί; Ο Έμετ ο καλύτερος αδερφός που θα μπορούσε να έχει ποτέ την ήξερε σαν κάλπικη δεκάρα, μπορούσε να καταλάβει τις κινήσεις της ,και τα συναισθήματα της. Μπορεί οι άλλοι να μην είχαν αντιληφθεί τίποτα αλλά ο Έμετ σίγουρα έβλεπε την ανυπομονησία της, όμως δεν μπορούσε να του πει την αλήθεια, δεν μπορούσε να του πει πως περιμένει να περάσουν τα μεσάνυχτα με την ελπίδα πως ο μικρός καρυοθραύστης θα μεταμορφωθεί στον Έντουαρντ ,θα την περνούσε για τρελή ή ακόμη χειρότερα για ψυχολογικά διαταραγμένη προσωπικότητα.
«Απλά κουράστηκα Έμετ, θέλω να τελειώσει όλο αυτό το πανηγύρι» του είπε και στριφογύρισε τα μάτια της, ευχόμενη πως ήταν πειστική.
«Δεν ξέρεις να λες ψέματα Μπέλλα» σχολίασε και ένα χαμηλό γέλιο βγήκε από τα χείλη του.
«Υποθέτω πως πρέπει να το δουλέψω αυτό..» του είπε αστειευόμενη προσπαθώντας να τον αποπροσανατολίσει.
«Έρχομαι σε λίγο..» της είπε βιαστικά και τον είδε που έτρεξε στην κουζίνα, και κατάλαβε πως μάλλον πήγαινε να συναντήσει την Ρόζαλι....
«Πως περνάς;» άκουσε μια φωνή δίπλα στο αυτί της την ώρα που γευόταν λίγη σαμπάνια και παραλίγο να πνιγεί από την τρομάρα της.
«Τζάσπερ Γουίτλοκ! Γιατί πρέπει πάντα να με τρομάζεις;» του είπε και τον χτύπησε απαλά στον ώμο σαν να μαλώνει μικρό παιδί, αυτός γέλασε και έσκυψε να την φιλήσει στο μάγουλο.
«Δεν μου απάντησες..» της είπε και της έκλεισε το μάτι.
«Περιμένω πως και πως να τελειώσει όλο αυτό» του είπε φανερά ανυπόμονη και η ματιά της περιπλανήθηκε στο χώρο, ο Τζάσπερ έβγαλε το χρυσό του ρολόι, το άνοιξε και κοίταξε την ώρα.
«Μια ώρα ακόμη Μπέλλα..» την πληροφόρησε και αυτή ξεφύσησε.
«Δεν μου είπες ποτέ τι έγινε με τον μικρό καρυοθραύστη και το μενταγιόν..» είπε ξαφνικά και η Μπέλλα γύρισε να τον κοιτάξει. Δεν ήθελε να του πει τι έχει γίνει, για κάποιο λόγο το έβλεπε σαν ένα μυστικό που μπορούσε να μοιραστεί μόνο με τον καλό της Έντουαρντ, ναι, αυτό ήταν, ένα προσωπικό-κοινό μυστικό τους, της ήταν δύσκολο και πολύ άβολο να μιλήσει για ότι είχε συμβεί, ειδικά στον Τζάσπερ που ήταν ο καλύτερος του φίλος κάποτε.
«Τίποτα,δεν κατάφερα να μάθω..» του είπε όσο μπορούσε αδιάφορα αυτό το ψέμα και ανασήκωσε τους ώμους της.
«Κρίμα και ακουγόταν τόσο ενδιαφέρον, ακόμη μπορώ να δω τη λάμψη που είχαν τα μάτια του Έντουαρντ όταν μου είχε μιλήσει για αυτό, πάντως χαίρομαι που το φοράς» σχολίασε και κατέβασε μια γουλιά από το ουίσκι του, ενώ η Μπέλλα έπιασε στο χέρι της το μακρύ μενταγιόν.
«Με συγχωρείς πάω να βρω την Ρενέ, σε λίγο αλλάζει ο χρόνος, πρέπει να κανονίσουμε τελευταίες λεπτομέριες» του είπε στα γρήγορα, χαμογέλασε και απομακρύνθηκε. Βρήκε την Ρενέ και άρχισαν σιγά σιγά να ετοιμάζουν το εορταστικό τραπέζι για την κοπή της πίτας. Η ώρα είχε περάσει και μόλις είκοσι λεπτά είχαν μείνει ακόμη.
Το αίμα της Μπέλλα έρεε καυτό στις φλέβες της, και ο εκνευρισμό της έβρισκε διέξοδο κάτω από το τραπέζι,όπου το πόδι της συναντούσε με μανία το πάτωμα κάθε λίγα δευτερόλεπτα...τρία,δύο,ένα,,, «Χρόνια Πολλά!» είπαν όπως συνήθως όλοι μαζί και σηκώθηκαν με χαρά από τις θέσεις τους. Η Μπέλλα περνούσε από αγκαλιά σε αγκαλιά, και ευχές για χαρούμενο έτος ακουγόντουσαν από τα στόματα όλων .
΄΄Πως μπορώ να έχω χαρούμενο έτος χωρίς εκείνον;΄΄ ούρλιαξε από μέσα της, και ένιωσε τα μάτια της υγρά, όμως δεν άφησε ελεύθερο ούτε ένα δάκρυ. Η ώρα είχε πάει μια, και ο κόσμος είχε αρχίσει να αποχωρεί από την έπαυλη, λίγοι συγγενείς είχαν μείνει που μόλις τελείωναν το ποτό τους θα έφευγαν και αυτοί με την σειρά τους. Έπειτα από λίγη ώρα όλοι είχαν φύγει και ο μόνος που είχε μείνει ήταν ο Καρλάιλ.
«Καλο βράδυ Μπέλλα» της είπε ο θείος της και την αγκάλιασε σφιχτά.
«Καλό βράδυ» του απάντησε ενώ η Ρόζαλι τον βοηθούσε να βάλει το παλτό του και του έδωσε το καπέλο του, του άνοιξε την πόρτα και χάθηκε μέσα στο χιονισμένο δρόμο.
«Ρόζαλι,αφήστε τα όλα όπως είναι» τους πρόσταξε η Ρενέ ενώ έβγαζε τα γάντια της «Θα τα μαζέψουμε αύριο το πρωί, πηγαίνετε για ύπνο είναι αργά» τους υπέδειξε και τα νεαρά κορίτσια κούνησαν το κεφάλι καταφατικά και χάθηκαν στα δωμάτια τους δίπλα από την κουζίνα.Η Ρενέ ξεκίνησε να ανεβαίνει τα σκαλιά και είδε την Μπέλλα που βολεύτηκε στο καθιστικό με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι.
«Δεν θα πας για ύπνο Μπέλλα;» την ρώτησε και κοντοστάθηκε στο πρώτο σκαλί της ξύλινης σκάλας.
«Σε λίγο..» της απάντησε η Μπέλλα και κοίταξε το τζάκι με τις κατακκόκινες φλόγες του.
«Καληνύχτα» της είπε ζεστά και άρχισε να ανεβαίνει για το δωμάτιο της. Έμεινε μόνη της και κανένας θόρυβος δεν πρόδειδε κίνηση στο σπίτι.
Φαντάστηκε πως όλοι είχαν κοιμηθεί, και σηκώθηκε από την θέση της. Επαναλάμβανε την ίδια διαδρομή, από το χόλ στο καθίστικό και πάλι πίσω παίζοντας στα χέρια της το ποτήρι με το κρασί νευρικά. Τόσες ώρες περίμενε για αυτήν την στιγμή, περίμενε για τον δει όμως τώρα που πλέον είχε έρθει αυτή η αναθεματισμένη στιγμή η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Κοίταξε το ρολόι και η ώρα είχε πάει τρεις τα ξημερώματα, αν ήθελε να τον δει έπρεπε να βιαστεί, λίγες ώρες είχαν μείνει ακόμη. Ακούμπησε αποφασιστικά το ποτήρι της στο τραπέζι και η ματιά της έπεσε στην βέρα που εδώ δύο χρόνια τώρα είχε κολλήσει στο δάχτυλο της και δεν ήθελε να βρει με τίποτα. Την χάιδεψε απαλά, χαμογέλασε στον εαυτό της και βημάτησε στην ξύλινη σκάλα.Τώρα που είχε κάνει το πρώτο βήμα και ξεκίνησε δεν μπορούσε να κρατηθεί. Κάθε φόβος και αμφιβολιά είχαν εξαφανιστεί και πλέον χωρίς να μπορεί να ελέγξει τον ενθουσιασμό της περνούσε τα σκαλιά δύο-δύο. Αν ο Έντουαρντ ήταν εκεί μέσα, έπρεπε να τον δει, της άξιζε .Δεν θυμόταν καθόλου πως βρέθηκε τόσο γρήγορα έξω από την πόρτα, την τράβηξε με οργή και μπαίνοντας σαν σίφουνας μέσα παραπάτησε και στηρίχτηκε από το πόμολο. Κοίταξε το χώρο γύρο της και όλα ήταν ίδια, και στην θέση τους.
Ένα κύμα απογοήτευσης διαπέρασε όλο το κορμί της και σέρνοντας τα πόδια της έφτασε μπροστά στο κρεβάτι. Ο μικρός καρυοθραύστης βρισκόταν ακριβώς στην ίδια θέση που τον είχε αφήσει το πρωί, πάνω στο μπλε μαξιλάρι ξαπλωμένος με αυτό το χαλαρό ξύλινο χαμόγελο. Οργή και πόνος ήταν τα μόνα συναισθήματα που μπορούσε να νιώσει εκείνη την στιγμή η Μπέλλα. Είχε τις αμφιβολίες της όμως η καρδιά της, της έλεγε πως σίγουρα θα τον έβλεπε, πως θα μοιραζόταν άλλο ένα μοναδικό βράδυ μαζί του, μόνο μαζί του. Τα αναφιλητά έβγαιναν δυνατά από το στόμα της, και πλέον τα μάτια της έβλεπαν θολά από το κλάμα. Ένιωσε να τρελαίνεται, το ήξερε πως αυτή η συμπεριφορά δεν μπορούσε ποτέ να περιγράψει τον εαυτό της. Η ένταση δύο ολόκληρων χρόνων που με πολύ κόπο προσπαθούσε να κρύψει, όπως επίσης και θλίψη, βρήκαν διέξοδο από μέσα της και η κατάληξη ήταν αναμενόμενη, ήθελε με κάθε τρόπο να εκφράσει πόσο απογοητευμένη και προδομένη ένιωθε.
Έβγαλε με μια κίνηση το μενταγιόν από πάνω της και το πέταξε με δύναμη πάνω στο τοίχο, έκανε έναν εκκωφαντικό ήχο και κατέληξε στο πάτωμα με σπασμένη την αλυσίδα. Τα πόδια της λύγισαν, και πλέον καθώς ήταν στο πάτωμα με τα χέρια της ακουμπησμένα στο κρεβάτι το κλάμα της έγινε πιο δυνατό και άγριο. Μη μπορώντας να ελέγχο πάλι τα συναισθήματα της, άρχισε με μανία να τραβάει τα σκεπάσματα και τα σεντόνια από το κρεβάτι,κάνοντας τα κουβάρι και ρίχνοντας τα στο κρύο μάρμαρο. Ένας δυνατός ήχος σαν να σπάει κάτι ακούστηκε και ξαφνικά σταμάτησε.
«Ο καρυοθραύστης...» φώναξε και άρχισε να ψαχουλεύει τα σεντόνια που στόλιζαν το παγωμένο μάρμαρο στο πάτωμα. Έπιασε τον στρατιώτη στα χέρια της και ένα μεγάλο κομμάτι έλειπε από το σαγόνι του «Ω τι έκανα θεέ μου» ούρλιαξε και άρχισε να φιλάει τον καρυοθραύστη σε όλο το μικρο προσωπάκι του.
«Μπέλλα!» ακούστηκε ο Έμετ έντρομος μόλις την αντίκρισε σε αυτή την κατάσταση και έτρεξε κοντά της. Έκατσε δίπλα της και την πήρε στην αγκαλιά του. «Ηρέμησε Μπέλλα!» της φώναξε και προσπαθούσε να απομακρύνει τα χέρια της από τον καρυοθραύστη.
«Τον έσπασα Έμμετ,τον έσπασα» έλεγε και ξανά έλεγε ενώ ουρλιαχτά έβγαιναν κάθε τόσο από τα χείλια της.
«Σε παρακαλώ ηρέμησε Μπέλλα μπορούμε να το φτιάξουμε..» της είπε η Ρένε που πλέον είχε έρθει και αυτή στο δωμάτιο και έκατσε στο πάτωμα μαζί τους.
«Μα δεν καταλαβαίνετε τίποτα; Τώρα δεν θα μπορέσει να έρθει ποτέ» τους φώναξε και άρχισε πάλι να χαϊδεύει τον στρατιώτη.
«Ποιος Μπέλλα; Ποιος δεν θα μπορέσει να έρθει;» ρώτησε ο Έμμετ και άρχισε να την κουνάει δυνατά από τους ώμους για να συνέλθει. Πέρασαν λίγα λεπτά ατελείωτης σιωπής καθώς η Μπέλλα είχε εστιάσει την προσοχή της μόνο στον καρυοθραύστη.
«Ο Έντουαρντ φυσικά..» του απάντησε τελικά, τόσο ψιθυριστά που ίσα ίσα ακούστηκε η φωνή της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου