Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

Κεφάλαιο 12ο : Το διαμάντι ...

 Σηκώθηκα με κόπο από το κρεβάτι και παρατήρησα πως η μαμά μου είχε ξυπνήσει ήδη. Πήγα στο σαλόνι και την είδα να παρακολουθεί τηλεόραση «Καλημέρα μαμά μου» της είπα και άφησα ένα φιλί στο μάγουλό της «Καλημέρα...μα καλά τι ώρα κοιμήθηκες εχθές;» με ρώτησε και πήγε να μου βάλει και καφέ ‘’ωχ τι της λέμε τώρα;’’ «Αργά,έβλεπα μια ταινία και με βρήκε το ξημέρωμα..»
   «Ααα έτσι εξηγήτε»
«ποιο;»
«Το ότι κοιμάσαι μέχρι τις 3ς το μεσημέρι»
«Πήγε τόσο; Πάω να ετοιμαστώ»
«Που θα πας;»
«Θα περάσω από το γραφείο του μπαμπά,να μιλήσουμε»
«Αννέτα σε παρακαλώ,δεν χρειάζεται να μπλέκεσαι-»
«Μπλέχτικα ήδη! Λοιπόν δεν ακούω κουβέντα»
Πήγα και ετοιμάστηκα γρήγορα,πήρα τα κλειδιά από το αμάξι της μαμάς μου και έφυγα...Έφτασα στο κτήριο και ανέβηκα γρήγορα τα σκαλιά «ΜΠΟΥ!» φώναξα και είδα τον μπαμπά μου που πετάχτηκε από την θέση του «Αννέτα! Τι είναι αυτά;» με μάλωσε με ένα χαμόγελο και του χαμογέλασα και εγώ «Τι κάνεις μπαμπά μου;» τον ρώτησα και βολεύτηκα στη καρέκλα μπροστά από το γραφείο του «Καλά» μου είπα και κατέβασε το κεφάλι,λογικά κατάλαβε που το πήγαινα το θέμα
«Όχι μπαμπά,εννοώ τι κάνεις εδώ; Τρέχα να βρεις τη γυναίκα σου,άντε»
«Αύτη έφυγε,αν θέλει ας έρθει αυτή»
«Μπαμπά τι πείσματα είναι αυτά; Σαν μωρά παιδιά κάνετε..λοιπόν σήκω και πάνε!»
«Όχι Αννέτα,αυτή κάνει παιδιάστικα πράγματα,σηκώθηκε και έφυγε μέσα στην νύχτα,μετά από τόσα χρόνια της βγήκαν τα παράπονα»
«Μπαμπά,σε παρακαλώ,τι είναι αυτά που κάνετε τώρα; Εμένα δεν με σκέφτεστε καθόλου; Έχω και εγώ τα δικά μου θέματα,από την μια την Αναστασία,από την άλλη φεύγω σε δύο μήνες,γιατί μου φορτώνεται επιπλέον προβλήματα; Σε παρακαλώ πάνε να της μιλήσεις,δεν θα κάνω το σπασμένο τηλέφωνο για πολύ ακόμη»
Τον είδα να ξεφυσάει,και κατάλαβα ότι σκεφτόταν αυτά που του είχα πει «Σε παρακαλώ..» προσθεσα με περισσότερη απόγνωση και περίμενα την αντίδραση του «Καλά,θα πάω,αλλά αν συνεχίσει το ίδιο τροπάρι δεν ξαναπροσπαθω,στο λέω από τώρα» μου είπε και ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο μου
«Σύμφωνοι,λοιπόν έχεις πολύ δουλειά τώρα;»
 «Ναι αννέτα μου πνίγομαι..»
«Εντάξει αμά είναι πέρνα από το σπίτι μου το βράδυ,θα λείπω εγώ να σας αφήσω να τα πείτε»
«Που θα πας εσύ;»
«Έχω εγώ να πάω,μην αναχώνεσαι...λοιπόν όπως είπαμε»
Σηκώθηκα από την θέση μου τον έκανα μια αγκαλιά και περπάτησα προς την έξοδο.
. «ΑΑΑΑ μπαμπά! Την χάρη που σου είχα ζητήσει μου την έκανες;»
«Ποια χάρη;»
«Είχες πει ότι έχεις ένα φίλο που μπορεί να βοηθήσει να βρω σπίτι στο Λονδίνο από εδώ,το κανόνισες;»
«Αα αυτό λες; Ναι όλα είναι έτοιμα,είναι ένα σπίτι κοντά στην σχολή,όμως να ξέρεις δεν είναι τόσο μεγάλο όσο αυτό που έχεις εδώ»
«Δεν με πειράζει καθόλου αυτό! Ευχαριστώ πολύ! Φιλία»
Βγήκα έξω και γύρισα στο αυτοκίνητο δεν ήθελα να πάω σπίτι και έτσι κατευθύνθηκα πως την Αναστασία.
Έφτασα και της χτύπησα την πόρτα «Καλημέρα» της είπα και έσκυψα να την φιλήσω «Καλησπέρα λέει ο κόσμος τέτοια ώρα» της έβγαλα τη γλώσσα και πέρασα μέσα «Τι  κάνεις;» την ρώτησα και σωριάστηκε στον καναπέ «Καλά,διαβάζω, εσύ;»   «Ααα μια χαρά» της είπα και άρχισα να αλλάζω κανάλια στην τηλεόραση
«ΑΑΑ δεν σου είπα,έχουμε εξελίξεις, το πρώτο καβγαδάκι μπαμπά-μαμα»
 «Πλάκα κάνεις,πότε έγινε αυτό;» 
«Εχθες το βράδυ...άσε σκέτο τσίρκο,στα γεράματα και τώρα θυμήθηκαν να κάνουν πεισματάκια»
«χαχαχα,αυτό θα ήθελα να το δω,και τι θα γίνει τώρα;»
«τους έπεισα να συναντηθούν το βράδυ να τα βρούνε,για αυτό και εγώ θα εγκατασταθώ εδώ»
«Αννέτα μου πολύ θα ήθελα την ενοχλητική σου διάθεση να μου κάνει παρέα,αλλά το βράδυ θα πάω σινεμά με το παιδί που σου έλεγα»
«1τον πότε περίμενες να μου το πεις ότι το πράγμα προχωράει και 2ρον που θα μείνω το βράδυ;»
«Θα σε έπαιρνα τώρα τηλ,να ερχόσουν να με βοηθήσεις να ετοιμαστω,όσο για το βράδυ ξέρουμε πολύ καλά που θα πας να ‘’κοιμηθείς’΄»
«Ναι αλλά δεν θέλω..»
«Γιατί,έγινε τίποτα;»
«όχι απλώς δεν θέλω»
«Μίλα»
«Κοίτα,αυτές τις μέρες ήμαστε με τον Άρη όλη μέρα μαζί,και δενόμαστε πάρα πολύ,δεν θέλω να το κάνω αυτό στον εαυτό μου,ούτε σε εκείνον,και άσε που κάποτε περνούσαμε και λίγο χρόνο μαζί,τώρα το μόνο που κάνουμε είναι-»
«Άστο-άστο κατάλαβα,δεν θέλω λεπτομέρειες,πάντως είσαι ηλίθια,άλλες θα πλήρωναν για την τύχη σου»
«Δεν είναι ότι δεν μου αρέσει,ίσα-ίσα,απλώς δένομαι με αυτό το θέμα,εχθές ένα βράδυ δεν ‘’βρεθήκαμε΄΄ γιατί είχα τη μαμά μου στο σπίτι,και μου έλειπε,μιλούσαμε μέχρι το πρωί στο τηλέφωνο»
«Και να φανταστώ πως δεν μιλούσατε για την οικονομική κρίση..»
«Κάλα θα φανταστείς»
«Κοίτα Αννέτα,είναι δύσκολο το ξέρω,αλλά σας έχουν μείνει δύο μήνες,εκμεταλλεύσου το,όσο ανάγκη νιώθεις πως τον έχεις εσύ,άλλη τόση νιώθει κι αυτός,απλά φτιάξει αναμνήσεις...»
«Και αν δεν το αντέχω;»
«Το αντέχεις,είμαι σίγουρη..»
«Λοιπόν φτάνει με εμένα,μπες για μπάνιο και ένα να σε μεταμορφώσω»
«Ωχ,να τρομάξω»
«οοο ναιιι!»

Έφυγε η Αναστασία για μπάνιο και έμεινα μόνη στο σαλόνι να σκέφτομαι την συζήτηση που είχαμε πιο πριν. Είχε δίκιο η Αναστασία,πρέπει να το εκμεταλλευτώ,όμως το ξέρω πως στο τέλος θα πληγωθώ πολύ,και εντάξει για εμένα δεν με νοιάζει,αλλά ο Άρης; Τι φταίει να το περάσει όλο αυτό; Ξανά και ξάνα μου περνάει από το μυαλό να τον απαλάξω μια και καλή από την  παρουσία μου όσο είμαι ακόμη εδώ,αλλά,δεν μπορώ,είμαι τόσο εγωίστρια,που δεν το κάνω. Και πως να το κάνω δηλαδή όταν μου φέρεται έτσι; Τόσο γλυκός και τόσο δοτικός που μόνο στην ιδέα ότι θα το χάσω όλο αυτό με πιάνει τρέλα 
«Εεε Αννέτα; Ξύπνα
«Ελα,τελείωσες;»
«Όχι είμαι ακόμη στο μπάνιο»
«Πολύ αστείο,λοιπόν αρχίζουμε δουλειά,πάμε μέσα»
Άρχισα να περιποιούμαι την Αναστασία,πρώτα της έφτιαξα τα μαλλιά,μέτα της έκανα το βάψιμο και έπειτα μαλώναμε πόσες ώρες για το τι θα βάλει. Εννοείται πως στην τελική νίκησα εγώ,το αποτέλεσμα ήταν πραγματικά θεϊκό «Είσαι φανταστική..» είπα με ένα τόνο θαυμασμού και την αγκάλιασα «Ευχήσου όλα να πάνε καλά και να μη τα κάνω θάλασσα» μου είπα και ανταπέδωσε την αγκαλιά «Τι είναι αυτά που λες;Θα τα πας περίφημα,και θα έχεις ένα υπέροχο βράδυ,μη το ξεχνάς Αναστασία το χρωστάς στον εαυτό σου» της είπα και είδα που δάκρυσε «Μη τολμήσεις να κλάψες,δεν έκανα όλη αυτή τη δουλεία τσάμπα» της είπα πειραχτικά και την σκούντηξα στον ώμο «Και Αναστασία,δεν θέλω να κουράσεις το σώμα σου,άμα νιώσεις κάποια αδιαθεσία μη ζοριστείς,καλύτερα να γυρίσεις νωρίς σπίτι, παρά να έχεις καμία έξαρση και να τρέχουμε στα νοσοκομεία» «Εντάξει,μαμά» «Τα φάρμακα είναι στην τσάντα σου;» «Ναι.μαμά» «Οπότε είσαι έτοιμη,εγώ φεύγω τώρα σκοτείνιασε κιόλας,καλή επιτυχία!» Την χαιρέτησα και έφυγα από το σπίτι της.Έφτασα στο σπίτι του Άρη –χωρίς να το ειδοποιήσω- και είδα φως αναμμένο. Έμεινα στο αυτοκίνητο για λίγο ώστε να σκεφτώ αν η ιδέα που είχα ήταν παρατραβηγμένη ‘’όχι αννέτα δεν είναι.τόσα και τόσα καινούρια πράγματα έχετε δοκιμάσει,αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτά’’. Κοίταξα από το παράθυρο αν περνάει κόσμος και άρχισα με γρήγορες κινήσεις να ξεφορτώνομαι τα ρούχα μου. Έμεινα μόνο με τα εσώρουχα,φόρεσα από πάνω το μακρύ παλτό μου και βγήκα έξω. Ανέβηκα γρήγορα τα σκαλιά και χτύπησα την πόρτα «Αννέτα τι κάνεις εδώ;» με ρώτησε και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του «Έμεινα χωρίς σπίτι για το βράδυ,και είπα μήπως φανείς καλόκαρδος και με δεχτείς» μιλούσα τόσο πονηρά, και με ένα βρόμικο ύφος  που δεν το έχω ξανακάνει ποτέ «Χαρά μου» είπε και μου έκανε χώρο να περάσω. Μπήκα μέσα,έκλεισα την πόρτα πίσω μου και στη ρίχτηκα με την πλάτη μου πάνω σε αυτήν «Για να φανταστείς έφυγα τόσο βιάστηκα που..» έκοψα την πρόταση μου και άρχισα να κοιτάζω τριγύρω «που;;» με παρότρυνε ο Άρης που από ότι φαίνεται δεν άντεχε τα παιχνίδια μου «Που δεν πρόλαβα να ντυθώ Άρη..» του είπα και με αργές κινήσεις έβγαλα το παλτό μου και το άφησα να πέσει κάτω «Αννέτα τι είναι αυτά που κάνεις πάλι;» με ρώτησε και είδα τα μάτια του να ταξιδεύουν στο κορμί μου «Τι κάνω;» τον ρώτησα αθώα και τον πλησίασα «Θες να με τρελάνεις,τι έχεις πάθει,πρώτα όλα αυτά που έγιναν στην παραλία,μετά αυτό με το τηλέφωνο εχθές το βράδυ που παρεμπιπτόντως έκανες τον μικρούλη Άρη να μείνει ξύπνιος όλη την νύχτα και τώρα αυτό!»  «Ε όχι και μικρούλης» του απάντησα και έβαλα κατευθείαν το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια του «Εμένα μου φαίνεται αρκετά μεγάλος,αυτή τη στιγμή» «Για την ακρίβεια,έτσι είναι από εχθές» μου είπε,έσφιξε το πρόσωπο του και ξεφύσιξε «Για αυτό ήρθα εδώ εγώ» του είπα και έσφιξα τα δάχτυλα μου πιο πολύ «Αννέτα,σε παρακαλώ» τον άκουσα να λέει και να ξεφυσάει πάλι «Άσε με..» του είπα και άρχισα να φιλάω τα χείλια του και το λαιμό του. Κατέβηκα σιγά-σιγά και στο τέλος κατέληξα στα γόνατα μου μπροστά του.Κατέβασα λίγο την φόρμα του και με μια κίνηση πήρα αυτό που ζητούσα. Άρχισα αργά με την γλώσσα μου να κάνω παιχνίδια και άκουγα τον άρη να ανασαίνει βαριά και όσο τον άκουγα τόσο ανέβαινε η αυτοπεποίθηση μου. Τον έβαλα μέσα και άρχισα κανονικά την ‘’δραστηριότητα μου ‘’. «Αννέτα...» τον άκουσα μόνο να λέει και γύρισα το βλέμμα μου ψηλά για να τον κοιτάξω ενώ δεν σταμάτησα λεπτό αυτό που είχα αρχίσει.Το πρόσωπο του ήταν σφιγμένο ενώ μικροί αναστεναγμοί έβγαιναν από τα  χείλια του. Λίγο μετά τον έβγαλα από το στόμα μου και άρχισα με μερικά φιλιά να ανεβαίνω προς τα πάνω. Φιλούσα κάθε πόντο του κορμιού ,αυτό το κορμί που μαζί του είχα μοιραστεί τις πιο δυνατές στιγμές της ζωής μου. Τα χέρια του τύλιξαν την μέση μου και αυτόματα τα σώματα μας κόλλησαν σαν δύο μαγνήτες.Με σήκωσε ελαφρά πάνω και τύλιξα τα πόδια μου στη μέση του καθώς με οδηγούσε στο κρεβάτι του. Με ακούμπησε απαλά στο κρεβάτι και ανέβηκε πάνω μου αργά και σταθερά.Το πρόσωπο μου βρέθηκε μέσα στα χέρια του,και τα μάτια του να κοίταζουν βαθιά μέσα στα δικά μου. Άρχισε να αφήνει φιλία στο πιγούνι μου και κατέβηκε στο λαιμό μου. Έμπλεξα τα χέρια μου μέσα στα μαλλιά του και αναστέναξα από ευχαρίστηση.Ναι.Ευχαρίστηση...Μετά από τόσα χρόνια σχέσης κι όμως δεν τον είχα βαρεθεί και αυτός έδειχνε ακριβώς το ίδιο...Κάθε μας φορά είναι σαν να είναι η πρώτη. Ανακαλύπτουμε κάτι καινούριο για τον άλλον ή ακόμη και για τον ίδιο μας τον εαυτό και το συναίσθημα τότε είναι τόσο μαγικό,τόσο ιδιαίτερο.Απορώ με τους γονείς μου,απορώ πως μπορούν μετά από τόσα χρόνια να βαρέθηκαν,δεν είναι λογικό,εγώ τον Άρη το ξέρω και μάλιστα νιώθω πως ποτέ δεν πρόκειται να τον βαρεθώ..Αν μπορούσα να περάσω όλη μου τη ζωή στο πλάι του θα το έκανα άνετα χωρίς δισταγμό..Μπορεί όλο αυτό να το αισθάνομαι και να το δέχομαι έτσι επειδή δεν έχω μέτρο σύγκρισης. Ό Άρης ήταν ο πρώτος που μου έμαθε τον έρωτα και που μέχρι σήμερα μου χάριζε απλόχερα την ηδονή που αναζητούσε το κορμί μου... «Αννέτα;» η βραχνή φωνή του με έβγαλε από τις σκέψεις μου «Ναι;» τον ρώτησα και πήρα τα χέρια μου από τα μαλλιά του
«Τι έπαθες;..είσαι αλλού»
«Το παρατήρησες εε;..Τίποτα απλά κάτι σκεφτόμουν...συνέχισε» του είπα και τον τράβηξα πάλι πάνω μου
«Σκεφτόσουν κάτι την ώρα που φιλούσα το στήθος σου; Μπορώ τουλάχιστον να μάθω τι ήταν αυτό το ‘’κάτι’’;» ‘’Μα καλά πότε είχε φτάσει στο στήθος μου;’’ Ήταν το μόνο ερώτημα που πέρασε από το μυαλό μου
«Δεν ήταν τίποτα ρε Άρη..συνέχισε»
«Τι να συνεχίσω ρε Αννέτα; Σε λίγο θα σε πάρει και ο ύπνος..»
«Τι έπαθες τώρα; Απλά ξεχάστηκα λίγο...ηρέμησε»
«Ακούς τι λες; Ξεχάστηκες την ώρα που ετοιμαζόμασταν να κάνουμε έρωτα! Το βρίσκεις τόσο λογικό;»
«Ναι Άρη το βρίσκω απόλυτα λογικό,γιατί αυτό που σκεφτόμουν ήσουν εσύ,γιατί δεν κάνω και τίποτα αλλό σκέφτομαι μόνο εσένα,αλλά από ότι φαίνεται αυτό είναι τόσο παράλογο,βέβαια! Δεν πρέπει να σκέφτομαι εσένα την στιγμή που κάνουμε έρωτα, πρέπει να σκέφτομαι το πλυντήριο που έχω να βάλω ή τη στοίβα με τα ρούχα που έχω στο σαλόνι!!»  του φώναξα πήγα να σηκωθώ από το κρεβάτι όμως το χέρι του με πρόλαβε και με τράβηξε πίσω... «συγνώμη..» ψιθύρισε και άρχισε να με φιλάει «άστο ρε Άρη τώρα...άστο...» του είπα και  του γύρισα την πλάτη ξαπλωμένη «Τι έγινε τώρα;» ψιθύρισε πάλι στο αυτί μου και τύλιξε το χέρι του γύρο μου «Τίποτα...απλά δεν έχω όρεξη..» του είπα και κούρνιασα στην αγκαλιά του για να του δείξω ότι δεν ήμουν άλλο θυμωμένη «Θα μου πεις τι σκεφτόσουν;» με ρώτησε και το χέρι του έφυγε από πάνω μου και άρχισε να με χαϊδεύει στο κεφάλι..
«Σου είπα, εσένα, για την ακρίβεια εμάς»
«Δηλαδή;»
«Να...βλέπω τους γονείς μου που περνάνε αυτή την κρίση,και προσπαθώ να φανταστώ αν εμείς θα ήμασταν ποτέ έτσι...προσπαθώ να μας δω στο μέλλον..»
«Και τι βλέπεις;»
«Την αλήθεια;»
«Ναι...»
«Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να βαριέται εσένα ή να μη σε θέλω...είναι κάτι έξω από εμένα...Θέλω να πιστεύω πως όσα χρόνια και αν περάσουν θα ήμαστε έτσι...»
«Δεν μπορούμε να το ξέρουμε αυτό...»
«Σε αυτό έχεις δίκιο...»
«Υπάρχει τρόπος όμως να το μάθουμε...»
«Πως;»
«Μείνε..............»
«Το ξέρεις πως δεν μπορ-»
«Σσσσς, το ξέρω απλά έκανα ακόμη μια αποτυχημένη προσπάθεια να κρατήσω το διαμάντι μου κοντά μου...»
«Το ποιο;»
«Το διαμάντι μου,το δικό μου διαμάντι...»
Με έσφιξε στην αγκαλιά του και τον πλησίασα κι άλλο,έκλεισα τα μάτια μου και αφέθηκα στα χέρια του ....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου