Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Κεφάλαιο 3ο : Μπερδεμένες σκέψεις


Μπέλλα POV

 
Είχαν περάσει αρκετές ώρες από την στιγμή που τσακώθηκα με την Τάνια,δεν το είχα συνειδητοποιήσει,παρά μόνο τη στιγμή που άφησα τη κιθάρα στο κρεβάτι μου και πρόσεξα  από το παράθυρο το χλωμό φεγγάρι να με κοιτάει,μπορούσα να κάτσω εκεί ώρες,ακόμη και μέρες να το χαζεύω,όμως όσο και αν αυτή η σκέψη ήταν δελεαστική δεν επρόκειτο να μου δώσει αυτό τις απαντήσεις που ζητάω σε καμιά περίπτωση.

Κοντοστάθηκα στη πόρτα του δωματίου μου σκεπτόμενη μήπως ήρθε η στιγμή για μια αληθινή και ουσιώδη συζήτηση με τον πατέρα μου, όλα αυτά τα χρόνια προσπαθούσε να αποφύγει κάθε είδους συζήτηση σε σχέση με τη μητέρα μου και το μόνο που ήξερα για αυτήν ήταν πως μας άφησε ένα βράδυ.

Χτύπησα απαλά την πόρτα του γραφείου του και μπήκα μέσα, όπως πάντα καθόταν στη μαύρη δερμάτινη καρέκλα του πίσω από μια στοίβα χαρτιά.Κατέβασε τα γυαλιά του και τα ακούμπησε στο γραφείο ενώ ένα χαμόγελο φωτίστηκε στο πρόσωπο του.

«Έλα πέρασε,δεν κοιμήθηκες;»  με ρώτησε καθώς έκατσα στη καρέκλα απέναντι του, «όχι, δεν με έπιανε ύπνος» του είπα και πήρα ένα στυλό από τη θήκη στο γραφείο του και άρχισα να το παίζω στα χέρια μου μηχανικά για να ελέγξω τον εκνευρισμό μου. «συμβαίνει τίποτα;» η ανησυχία ήταν εμφανή στη φωνή του και προσπάθησα να χαλαρώσω τη στάση του σώματος μου για να μην τον ανησυχήσω,  «όχι...εμ βασικά κάτι συμβαίνει» κατάφερα να πω κοίταξα μέσα στα μάτια του.

Πήρα μια βαθιά ανάσα και συνέχισα «Είχα ένα τσακωμό με την Τάνια το πρωί και-» δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω αυτό που ήθελα να πω και ο πατέρας μου με διέκοψε κατευθείαν «Μπέλλα,τα έχουμε ξανά πει αυτά πολλές φορές, θα σε παρακαλέσω για χιλιοστή φορά , φτάνει πια με αυτή την ιστορία,δεν βγάζει πουθενά,τι προσπαθείς να αποδείξεις με όλα αυτά;» για άλλη μια φορά χωρίς να με ακούσει έβγαλε λάθος συμπεράσματα,όμως ήμουν αποφασισμένη αυτή τη φορά να μιλήσουμε,ήθελα να μάθω .

«Μα μπαμπά,το ξέρεις πως δεν το επιδιώκω,απλώς δεν ταιριάζουμε,όπως και να έχει,δεν ήρθα να σου μιλήσω για αυτό,η Τάνια πλέον μου είναι παντελώς αδιάφορη,για κάτι άλλο θέλω να συζητήσουμε» με κοίταξε εξεταστικά καθώς κατέβαζε μια γουλιά από το τσάι του,ακούμπησε το ποτήρι στο μικροσκοπικό λευκό πιατάκι και πήρε το λόγο. «Όπως;» με ρώτησε και φάνηκε πως είχε κουραστεί  με όλο αυτό το πρόλογο, «Αναφέρθηκε στη μαμά» κατάφερα να πω και ξεφύσιξα τον αέρα από τα πνευμόνια μου.

Στο πρόσωπο του σχηματίστηκαν ρυτίδες από τις εκφράσεις που άλλαζε σε δευτερόλεπτα,και η ματιά του έφυγε από το πρόσωπο μου, «Σε παρακαλώ, θέλω να μάθω για αυτήν,θέλω να μου τα πεις όλα, έφτασε πια η ώρα δε νομίζεις;» συνέχισα και έπιασα το χέρι του απαλά χαϊδεύοντας τη βέρα του, που αν και πλέον η μητέρα μου είχε φύγει,αυτή παρέμενε στο δάχτυλο του, και πάντα πίστευα πως αυτό ήταν που εξόργιζε την Τάνια και ήταν τόσο επιθετική σε οτιδήποτε είχε σχέση με τη μαμά μου.

«Μπέλλα, μου είναι τόσο δύσκολο όλο αυτό,δε μπορώ» μου είπα και αντίκρισα τα μάτια του που έλαμπαν κάτω από το απαλό φως του δωματίου, «Μπορείς,το ξέρω ότι μπορείς, θέλω απλά να μάθω, μη μου το στερείς αυτό σε παρακαλώ» έκανα μια τελευταία προσπάθεια χαμογελώντας στοργικά και περιμένοντας τα λόγια μου να αλλάξουν την απόφαση του.

«Ήταν τόσο όμορφη  και ιδιαίτερη, είχε το δικό της τρόπο να σε σαγηνεύει, γλυκιά, με καλούς τρόπους και ευγενέστατη, όμως όταν θύμωνε, αχ, όταν θύμωνε γινόταν ταύρος σε υαλοπωλείο, δεν θα ήθελες να την δεις έτσι Μπέλλα» όση ώρα μιλούσε για τη μητέρα μου ένα γαλήνιο χαμόγελο είχε σχηματιστεί στο πρόσωπό του, φαινόταν καθαρά ότι είχε την ανάγκη να μιλήσει για αυτήν και ας μην το παραδεχόταν, από ότι φαίνεται αυτή η συζήτηση έπρεπε να γίνει εδώ και πολύ καιρό.
«Εγώ;...πιστεύεις πως της μοιάζω καθόλου..;» ρώτησα διστακτικά και ένα δάκρυ χτύπησε από την άκρη του ματιού μου με ορμή το καρπό του χεριού μου, «Είστε ολόιδιες, να πάρει!» απάντησε απότομα και προσπάθησα να καταλάβω αν εννοούσε πως αυτό ήταν κατάρα ή ευχή, «αυτά τα σοκολατένια μάτια, τα μακρυά σπαστά μαλλιά..» μονολόγησε και το χέρι του ταξίδεψε στο πρόσωπο μου.

«Και είσαι τόσο πεισματάρα σαν αυτήν, πάντα να γίνεται το δικό της, να είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού» ολοκλήρωσε και το χέρι του έφυγε τελικά από το μάγουλο μου, «Και είναι κακό αυτό; Πάντα μου λες να διεκδικώ αυτά που μου ανήκουν» του είπα απότομα και ένα γέλιο έφυγε από τα χείλη του σιγανά «Όχι Μπέλλα, δεν είναι κακό, κάθε άλλο μάλιστα, είναι αυτό που σε κάνει ξεχωριστή και ιδιαίτερη σαν αυτήν» ολοκλήρωσε τη πρόταση του και τα λόγια του σαν να με μαλάκωσαν λιγάκι.

«Και γιατί έφυγε;» ρώτησα καθώς ο Τσάρλι σηκώθηκε και άρχισε να τακτοποιεί σχολαστικά τα χαρτιά και τις σημειώσεις του στην βιβλιοθήκη πίσω από το γραφείο του, «Όπως σου είπα Μπέλλα, ήταν πεισματάρα και ξεροκέφαλη, αυτό την έκανε κατευθείαν ανίκανη για οποιαδήποτε υπευθυνότητα, μπορεί να σε αγαπούσε, να σε λάτρευε, να τραγουδούσε πάνω από τη κούνια σου για να κοιμηθείς, όμως η ολοκληρωτική ευθύνη για το μεγάλωμα ενός ανθρώπου την τρόμαζε και δεν την άντεχε όπως είναι ο διάολος με το λιβάνι..ήταν κάτι σαν..ελεύθερο πνεύμα! »

Τα τελευταία λόγια του με έκαναν να την αγαπήσω,αλλά και να την μισήσω ταυτόχρονα, υποτίθεται πως όταν αγαπάς κάτι δεν το αφήνεις, κι όμως αυτή με άφησε παρ όλη την αγάπη που υποστηρίζει ο Τσάρλι πως μου είχε, πως είναι αυτό δυνατό ή μάλλον εφικτό;  «Τελειώσαμε για σήμερα;» με ρώτησε ο μπαμπάς μου την ώρα που άνοιγε την πόρτα του γραφείου του για να περάσουμε έξω «ναι..» κατάφερα να του απαντήσω λίγο μπερδεμένη,σηκώθηκα από τη θέση μου και τον ακολούθησα στο διάδρομο.

«Θέλω να ξέρεις πως σε αγαπούσε, απλώς δεν είχε τη δύναμη να κάτσει να σου το δείξει» μου είπε μετανιωμένος για όλα όσα είχε πει, φαινόταν στα μάτια του πως στεναχωρήθηκε που χάλασε την εικόνα που είχα για αυτή την άγνωστη γυναίκα, «δειλή..» ψιθύρισα και ένα πικρό χαμόγελο  εμφανίστηκε στο πρόσωπο μου. «Μη λες τέτοια, το ξέρεις καλά πως δεν είναι αυτό, απλώς δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς..»  άφησε ένα φιλί στο μάγουλο μου με καληνύχτισε και χάθηκε στην κρεβατοκάμαρα του.

Πέταξα τα ρούχα μου σε όλες τις κατευθύνσεις του δωματίου και ενώ ήμουν με τα εσώρουχα, έπεσα με ορμή πάνω στο κρεβάτι, ήταν μια φορτωμένη μέρα, βομβαρδίστηκε το κεφάλι μου  με νέες πληροφορίες για τη μητέρα μου και επίσης ήταν στη μέση άλλο ένα πρόσωπο που προσπαθούσε  απελπισμένα να μπει στο μυαλό μου όλες αυτές τις ώρες, όμως προσπαθούσα να το κάνω πέρα ... ο Μέισεν.


POV  Έντουαρντ


Ξεκίνησα νωρίς το πρωί από το σπίτι, και ο λόγος ήταν φυσικά για να αποφύγω μια πιθανή συζήτηση με τη Ρόζαλι με θέμα τη συμπεριφορά μου το περασμένο βράδυ. Άλλωστε ήμουν ακόμη χαμένος και εννοείται πως  δεν είχα βρει μια καλή δικαιολογία να καλύψω το τομάρι μου, και κάτι τέτοιο δε μου κάνει καθόλου εντύπωση, ποτέ δεν ήμουν καλός στα ψέμματα, ούτε στα μυστικά, μόνο στη σκέψη πως πρέπει να πω κάποιου είδους ψέμα κρύος ιδρώτας κυλάει από το σβέρκο μου και ένας κόμπος βρίσκει καταφύγιο και φωλιάζει στο λαιμό μου.

Για το μόνο θέμα που προλάβαμε να μιλήσουμε και αυτό με μισόλογα και βιαστικά ήταν για τον Τζάσπερ και τα παιδιά, της ανακοίνωσα πως κάποια από αυτές τις μέρες θα έρθουν για φαγητό, φρόντισα να την ενημερώσω για την Άλις λέγοντας πως μάλλον θα καταλήξει μια μελλοντική της φίλη όμως παρέλειψα να της μιλήσω για τον αυθορμητισμό και την θετική ενέργεια που κυριεύει αυτό το κορίτσι, είναι κάτι που αξίζει να το ανακαλύψει μόνη της.

«Καλημέρα» χαιρέτησα όλους τους καθηγητές στην αίθουσα και κατευθύνθηκα στο γραφείο μου, καθώς ετοιμαζόμουν για τη ώρα, η Άλις με τον Τζάσπερ σχεδόν όρμησαν κατά πάνω μου.

«Τι θα γίνει τελικά, πότε θα φάμε όλοι μαζί;» ρώτησε ο Τζάσπερ την ώρα που φλυαρούσαμε άσκοπα μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι, «Ναι Έντουαρντ,πότε; Εσένα περιμένουμε να μας ενημερώσεις» πετάχτηκε η Άλις σταυρώνοντας τα χέρια της στο στήθος της, «Μην τον πιέζεται παιδιά, ξέρετε πως είναι με τις μετακομίσεις, αφήστε τον να τακτοποιηθεί πρώτα» μπήκε στη συζήτηση και ο Καρλάιλ και μου χτύπησε φιλικά τον ώμο.

 «ευχαριστώ Καρλάιλ, όμως έχουν δίκιο, κάποια στιγμή πρέπει να το κάνουμε, λοιπόν θα ειδοποιήσω αργότερα την Ρόζαλι να ετοιμάσει κάτι για το σπίτι, και το βράδυ σας περιμένω» τους χαμογέλασα και πριν προλάβουν να συμφωνήσουν όλοι η Άλις για άλλη μια φορά έφερε αντίρρηση «δώσε μου τον αριθμό της, θα κανονίσω μαζί της να πάμε για ψώνια, άλλωστε σήμερα έχω μόνο δύο ώρες μάθημα,θα γνωριστούμε και θα κάνουμε τις ετοιμασίες για το βρ’αδυ»

Στην αρχή δείλιασα να δώσω τον αριθμό της Ρόζαλι, δε ξέρω πως θα μπορούσε να αντιδράσει, όμως μετά σκέφτηκα πως είμαστε τόσο καιρό εδώ και ακόμη δεν έχει βγει καθόλου από το σπίτι, το βρήκα σαν μια καλή ευκαιρία να πάει βόλτα να δει λίγο το Μανχάταν και να μιλήσει και με κάποιον άλλον εκτός από εμένα, φρόντισα όμως να της στείλω ένα μήνυμα και να την προειδοποιήσω για το τηλεφώνημα που θα λάμβανε αργότερα.

Το κουδούνι χτύπησε και όλοι οι καθηγητές κατευθύνονταν στις αίθουσες διδασκαλίας.Οι πρώτες ώρες κύλισαν ευχάριστα μπορώ να πω, αν και όλη μέρα είχα εκείνη στο μυαλό μου να με βασανίζει. Δεν ξέρω αν ήταν σωστό,όμως έριξα κάποιες κλεφτές ματιές στους διαδρόμους μήπως και την συναντήσω όμως μάταια. Έφτασα στην αίθουσα της για την τελευταία ώρα και το βλέμμα μου πλανήθηκε στο χώρο ψάχνοντας για άλλη μια φορά τα σοκολατένια μάτια της , όμως μάλλον η τύχη δεν ήταν με το μέρος μου σήμερα.

«Καλημέρα παιδιά, λοιπόν όπως σας είχα πει και την πρώτη φορά της συνάντησης μας-» ένα χτύπημα στη πόρτα με διέκοψε και το ακροατήριο μου γύρισε να κοιτάξει προς το μέρος της πόρτας «Να περάσω;» ρώτησε και τα μάτια της για άλλη μια φορά έκαιγαν τα δικά μου, «πέρασε» κατάφερα να πω και προσπάθησα να κρατήσω το βλέμμα μου μακριά από την κοντή ή μάλλον υπερβολικά κοντή φούστα της στολής της. Κάθισε σε μια καρέκλα σιωπηλά και αυτή τη φορά η προσοχή της ήταν στραμμένη αποκλειστικά πάνω μου.

«Επαναλαμβάνω λοιπόν, όπως σας είπα και την πρώτη φορά, κάνατε πολύ καλή δουλειά με τον  κύριον Στέφαν αλλά θέλω να δουλέψουμε κάτι άλλο μαζί» κατάφερα επιτέλους να ολοκληρώσω την πρόταση μου και άρχισα να ψάχνω στην τσάντα μου το βιβλίο που χρειαζόμουν «Λοιπόν, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, τον γνωρίζει κανείς;» ρώτησα τους μαθητές μου και άρχισα να κόβω βόλτες μέσα στην αίθουσα,

 

 «Κανένας Ρώσος θα είναι» είπε ένας μαθητής και άρχισαν όλοι να γελάνε «Πόλυ σωστά Μάρκο!» τον ενθάρρυνα και συνέχισα στην επόμενη ερώτηση μου «Γνωρίζεται κάτι για αυτόν;» σιωπή απλώθηκε στην αίθουσα και τότε φαντάστηκα πως μάλλον έχουμε να κάνουμε πολύ εξάσκηση με τους μαθητές.

Ένα χέρι σηκώθηκε δειλά από τις πίσω θέσεις και περπάτησα προς τα εκεί να δω ποιος ήταν. Έκπληξη με κυρίευσε γιατί δε περίμενα σε καμία περίπτωση από τη Μπέλλα να γνωρίζει κάτι σχετικό, όμως  από ότι φαίνεται είχα πέσει έξω «Πες μας Μπέλλα» της έδωσα το λόγο και πήγα να κάτσω στη καρέκλα μου.

«Θεωρείται ως ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος όλων των εποχών, γεννήθηκε στη Μόσχα,και σπούδασε στη στρατιωτική σχολή μηχανικών στην αγία Πετρούπολη,υπηρέτησε στο στρατό,όμως τα παράτησε,ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, ήταν επαναστάτης, πήγε κόντρα στη πολιτική του Τσάρου και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να κατηγορηθεί για συνωμοσία και φυλακίστηκε για τετραετία. Όταν επέστρεψε στη Πετρούπολη προσπάθησε να εκδώσει δύο περιοδικά, όμως δε τα κατάφερε, άρχισε πάλι να ασχολείται με την λογοτεχνία, έγραψε τα καλύτερα έργα του και τότε κατάφερε να αναλάβει την διεύθυνση κάποιου περιοδικού και αν θυμάμαι καλά αργότερα εξέδωσε το δικό του περιοδικό» ολοκλήρωσε και η ματιά της συνέχισε να με καίει, δε μπορούσα να φανταστώ πως μια γυναίκα σαν την Μπέλλα θα ασχολιόταν με λογοτεχνία πόσο μάλλον με τον Ντοστογιέφσκι.

«Πολύ καλά θυμάσαι Μπέλλα, σε ευχαριστούμε πολύ» της χαμογέλασα και γύρισα το βλέμμα μου στους υπόλοιπους, λοιπόν τώρα που μάθαμε λίγα πράγματα για τη ζωή του θέλω να διαβάσετε το έργο του  ‘’αδελφοί Καραμαζώφ’’, και περιμένω από εσάς μια συγκρατημένη,αξιοπρεπή και καλογραμμένη έκθεση με σχολιασμούς για το βιβλίο.

Η ώρα κύλισε τόσο γρήγορα και κάποια στιγμή έφτασε στο τέλος της, μάζεψα τα πράγματα μου από το γραφείο τα τακτοποίησα στη τσάντα μου και ξεκίνησα για το γραφείο, όταν μια φωνή με σταμάτησε στο διάδρομο «Κύριε Μεισεν, περιμένετε λίγο», αν και δεν την είχα ακούσει πολλές φορές αυτή τη φωνή πλέον είχε τυπωθεί στα αυτιά μου και μου ήταν γνώριμη σαν να την ξέρω από παλιά.

Γύρισα και την είδα να τρέχει πίσω μου, «Έλα Μπέλλα» της είπα και προσπάθησα να διώξω από το μυαλό μου αυτό που έγινε εχθές όταν μείναμε μόνοι μας, «Θέλω να σας ζητήσω συγνώμη για εχθές» μου είπε και το χέρι της έδιωξε κάποιες τούφες από το πρόσωπο της, μα γιατί Θεέ μου το βλέμμα μου κολλάει πάντα στο καλοσχηματισμένο στήθος της; Ειδικά τώρα με το λευκό πουκάμισο της στολής και την χαλαρή κόκκινη γραβάτα τυλιγμένη στο λαιμό της μου είναι αδύνατον να πάρω τα μάτια μου από το κορμί της, και δυστυχώς κρατιέμαι με μεγάλη δυσκολία να μη βάλω και τα χέρια μου εκεί.

«Δεν υπάρχει λόγος Μπέλλα..» κατάφερα να πω και γύρισα να φύγω γρήγορα από κοντά της. Ξαφνικά το χέρι της με έπιασε από τον ώμο και με γύρισε στο μέρος της «Με αποφεύγετε κύριε Μεισεν;»  το όνομα μου ακουγόταν τόσο όμορφα από τα χείλη της, είχε αρχίσει πάλι να με τρελαίνει αυτή η κατάσταση, τι μπορούσα να κάνω για να βγω από αυτό το μαρτύριο;

«Όχι Μπέλλα απλώς έχω δουλειά» της απάντησα και είδα να φεύγει το χαμόγελο από το πρόσωπο της, «Έγινε τουλάχιστον δεχτεί η συγνώμη μου;» με ρώτησε και τα μάτια της με κοίταξαν με τόση αθωότητα που όμως κάτι άλλο κρυβόταν πίσω από αυτό.

«Όπως σου είπα δεν υπάρχει λόγος Μπέλλα, δεν ήταν τίποτα» επέμενα και το χέρι της ακούμπησε στο μάγουλο μου, «Μπέλλα τι κάνεις εκεί;» την ρώτησα και έκανα ένα βήμα πίσω, «τίποτα απλώς...προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει μαζί σου» μου είπε και με πλησίασε για να καλύψει την απόσταση που δημιούργησα πριν  «Μπέλλα δε συμβαίνει τίποτα, είσαι μαθήτρια μου, είμαι καθηγητής σου και τέλος»  είχα αρχίσει να χάνω τα λόγια μου πραγματικά δεν ήξερα τι να κάνω για να ξεφύγω από αυτή τη κατάσταση, ήταν τόσο πιεστική και λίγο ακόμη αν συνέχιζε πραγματικά δε ξέρω αν θα μπορούσα να κρατήσω τον ίδιο μου τον εαυτό.

«Κι όμως κάτι συμβαίνει, δε ξέρω τι αλλά, ο τρόπος που με κοιτάς, που μου μιλάς, κάνε αυτό που θέλεις να κάνεις, μη καταπιέζεσαι» το σώμα της  είχε κολλήσει πάνω μου και τα χέρια της είχαν κλειδώσει γύρω από το σβέρκο μου, όλο το σχολείο είχε αδειάσει από τους μαθητές και η σκέψη πως ήμουν εγώ και αυτή σε όλο το σχολείο ήταν τόσο σκανδαλιστική, λες και ένα κτήνος είχε ξυπνήσει  μέσα μου και ξαφνικά ήθελε να βγει στην επιφάνεια.

«Ω Έλα Ρόζαλι, θα τον βρούμε μη γκρινιάζεις, κάπου εδώ θα είναι, θα ξεχάστηκε με κάποιο βιβλίο στη βιβλιοθήκη πιθανότατα» η φωνή της Άλις ακούστηκε από τον κάτω όροφο και πολλαπλά χτυπήματα από τακούνια ακούγονταν πάνω στο ξύλο της σκάλας. Ένιωσα τον ιδρώτα σε όλη μου την πλάτη και ένα τρέμουλο έκανε την εμφάνιση του στα χέρια μου.
 «Ωχ η Ρόζαλι, Μπέλλα άφησε με σε παρακαλώ» της είπα και τράβηξα τα χέρια της από το λαιμό μου, «Η γυναίκα σου;» με ρώτησε με ένα σαρκαστικό ύφος και άρχισε να ξεκουμπώνει τα κουμπιά από το πουκάμισο της, «Μπέλλα τι κάνεις; Είσαι σοβαρή; Σταμάτα σε παρακαλώ» την παρακάλεσα πάλι όμως συνέχισε χωρίς να μου δίνει σημασία.

«Δεν μου απάντησες Μέισεν» αυτή τη φορά ο τόνος της ήταν πιο επιθετικός και κατάλαβα πως δεν αστειευόταν καθόλου, κάτι έπρεπε να κάνω για να την σταματήσω, «όχι Μπέλλα, δεν είναι γυναίκα μου, ο δεσμός μου είναι, σε παρακαλώ μπορείς να εξαφανιστείς τώρα;» ανέβασα τη φωνή μου μια οκτάβα παραπάνω καθώς άκουγα την Άλις και την Ρόζαλι να φτάνουν στο τέλος στη σκάλα, και πολύ σύντομα θα μας έβρισκαν.

Την είδα που άρχισε να κουμπώνει κουμπιά της και ήμουν ευγνώμων στο Θεό που με βοήθησε, «Τελικά τρομάζετε πολύ εύκολα κύριε Μέισσεν» σχολίασε καθώς κούμπωνε και το τελευταίο κουμπί, «Το βράδυ, στις  12 ώρα στο central park, εγώ και εσύ» ήταν τα τελευταία της λόγια και έμειναν σαν χαζός να την κοιτάω.

«Έντουαρντ; Τι κάνεις εδώ; Ξέρεις πόση ώρα σε ψάχνω;» η ανήσυχη φωνή της Ρόζαλι ακούστηκε από πίσω μου και γύρισα να την κοιτάξω, «Γυρίσατε;» ρώτησα και προσπάθησα να δείχνω χαλαρός και ήρεμος για να μη καταλάβει τίποτα.
«Ναι, και περάσαμε μαγευτικά, πραγματικά η Άλις είναι θαυμάσια» μου είπε και έριξε ένα γλυκό γέλιο στην Άλις η οποία με κοιτούσε με ένα δολοφονικό βλέμμα, μάλλον είχε καταλάβει κάτι, «Τι κάνετε εσείς εδώ;» ρώτησε τότε και η ματιά της χύθηκε πάνω μου «Τίποτα κυρία Μράντον, απλώς δεν είχα καταλάβει κάτι και ο κύριος Μεισεν προσφέρθηκε να μου το εξηγήσει» απάντησε η Μπέλλα για εμένα και την ευχαριστούσα σιωπηλά που με γλύτωσε από το ψέμα, «Εγώ να πηγαίνω, καλό απόγευμα» συμπλήρωσε και την είδα να χάνετε στα σκαλιά «Μάλιστα, λοιπόν πάμε τώρα; Έχουμε και να μαγειρέψουμε» είπε η Άλις, χτύπησε την Ρόζαλι στον ώμο και άρχισαν να περπατάνε και της ακολούθησα από πίσω σιωπηλά και σαστισμένα.

Μετά την ταλαιπωρία μου με την Μπέλλα δε μπορούσα καθόλου να συγκεντρωθώ στους καλεσμένους μου που τελικά είχαν έρθει από το σχόλασμα του σχολείου μέχρι τώρα το απόγευμα.Όλοι περνούσαν ευχάριστα συζητώντας και πίνοντας άφθονο κρασί, μάλιστα κάποια στιγμή η Άλις προσφέρθηκε να βρει δουλειά στην Ρόζαλι σε κάποιο ωδείο ως καθηγήτρια πιάνου και η Ρόζαλι φάνηκε να είναι αρκετά θετική σε κάποια πιθανή συνεργασία.

Εγώ από την άλλη είχα ταραχθεί τόσο πολύ,και αυτό με έκανε ανίκανο στο να χαρώ την παρέα τους, σκέψεις βασάνιζαν το μυαλό μου και πλέον ένιωθα ακόμη πιο άσχημα για την Ρόζαλι, αν είχε γίνει κάτι και μας είχε δει τελικά δε θα μπορούσα να συγχωρέσω  ποτέ στον εαυτό μου, το ξέρω πως όλα είναι λάθος και μπερδεμένα, και νοιώθω τόσο ανήμπορος για να διαχειριστώ την κατάσταση, δε ξέρω τι να κάνω, και αυτή η ξαφνική ‘’επίθεση’’ της Μπέλλας ήταν τόσο μυστήρια, ακόμη δεν έχω καταφέρει να βρω το λόγο που έκανε κάτι τέτοιο, και πολύ φοβάμαι πως αν δεν πάω στο ραντεβού που μου έδωσε δε θα μάθω ποτέ.

Τους ανακοίνωσα πως πάω για ένα τσιγάρο, πήρα το ποτό μου και σηκώθηκα από το τραπέζι. Προχωρώντας προς τη βεράντα έριξα μια κλεφτή ματιά στο καφέ ρολόι πάνω στο τοίχο, εννιά ώρα είναι  και εγώ δεν έχω αποφασίσει ακόμη αν θα πάω ή όχι, διάολε, έχω μπλέξει για τα καλά.

«Εντουαρντ;»  η Άλις με είχε ακολουθήσει μέχρι έξω και τώρα στεκόταν στο πλάι μου, «Άλις, δεν σε άκουσα που ήρθες» της είπα και γύρισα να την κοιτάξω, «Να, θέλω να σου μιλήσω χωρίς να μας ακούσουν οι άλλοι» η φωνή της απαλή αλλά σοβαρή με έκανε να καταλάβω πως κάτι είδε ή υποψιάστηκε, έπρεπε να το είχα φανταστεί, φαίνεται πως η Άλις είναι πιο γάτα από την Ρόζαλι και κάτι τέτοιο δε θα το άφηνε να περάσει έτσι, «πες μου» της έκανα νεύμα και τράβηξα μια τζούρα από το τσιγάρο μου.

«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι και απάντησε μου ευθέως, έγινε τίποτα με την Μπέλλα;» τα μάτια της με κοιτούσαν εξεταστικά σαν να περίμεναν με αγωνία το πρώτο λάθος στα λόγια μου για να με αποκαλύψει.

 Έπαιξα με το τσιγάρο στα δάχτυλα μου και προσπάθησα να απαντήσω πειστικά «Όχι Άλις, πρέπει να παραδεχτώ ότι κάτι δε πάει καλά με αυτό το κορίτσι όμως δεν έχει γίνει κάτι το ιδιαίτερο» την κοίταξα και ανασήκωσα τους ώμους μου ελαφριά, την είδα που ξεφύσιξε από ανακούφιση και κατάλαβα πως αυτή τη φορά ήμουν πειστικός, «Έντουαρντ θα με περάσεις για τρελή όμως, θέλω μια χάρη, σε παρακαλώ μείνε μακριά της, φαντάζομαι σου έχει μιλήσει ο Τζάσπερ για αυτήν, βλέπεις με την Ρόζαλι όσο τρελό και αν σου φαίνεται έχουμε γίνει πολύ καλές φίλες, δε θέλω να πληγωθεί εξαιτίας μιας Μπέλλας»


Τα λόγια βγήκα σαν χείμαρρος από τα λεπτά χείλη της και πράγματι ήταν σαν αν με παρακαλάει να μη κάνω κάποια απερισκεψία, και αυτό ήταν κάτι που επιβάρυνε ακόμη πιο πολύ τη θέση μου, με έκανε να νιώθω τύψεις με τα λόγια της, όμως, θέλω τόσο πολύ να την δω, θέλω να πάω και δε ξέρω αν πρέπει να αισθάνομαι καλά με αυτό ή όχι, ένα είναι σίγουρο, η ζωή μου θα αλλάξει ριζικά...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου